Για 60 ολόκληρα χρόνια ο κινηματογράφος που του άφησε ο παππούς του είναι το «σπίτι» του αλλά και ολόκληρη η ζωή του.
- Από τον Νίκο Νικόλιζα
Ο 95χρονος Δημήτρης Βαμβακάς είναι ο γηραιότερος εν ζωή ιδιοκτήτης κινηματογράφου στην Ελλάδα, μια και διατηρεί δύο στο χωριό Μυτιλινιοί Σάμου: Έναν θερινό και έναν χειμερινό. Πριν από λίγες ημέρες οι αφηγήσεις του υπέροχου, σχεδόν αιωνόβιου παππού έγιναν viral στο ΤikTok, με εκατοντάδες χιλιάδες views, χιλιάδες likes αλλά και εκατοντάδες κοινοποιήσεις καθώς και με σχόλια διθυραμβικά για το πρόσωπό του.
Άνθρωποι κάθε ηλικίας κάτω από το πεντάλεπτο βιντεάκι έσπευσαν να καταθέσουν τη δική τους ιστορία σε σχέση με τον εκπληκτικό παππού αλλά και το πόσο φιλόξενος είναι προς όλους.
Τον φοβερό αυτόν υπέργηρο παππού τον συνάντησα στο χωριό της Καίτης Γκρέυ και μου διηγήθηκε τη μοναδική ζωή του μέσα από τον κινηματογράφο, στον οποίο βρίσκεται καθημερινά για να εξυπηρετεί το κοινό του.
«Αρχικά θα ήθελα να σας καλωσορίσω στο μέρος που είμαι τις περισσότερες ώρες» μας είπε ο εκπληκτικός παππούς, ο οποίος προσφέρθηκε να μας κεράσει παγωτό και αναψυκτικά. «Εμείς, όλη η οικογένεια, ανέκαθεν είχαμε ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Ο παππούς μου είχε έναν πριν από τον Πόλεμο του ’40, τον οποίο άνοιξε το 1928. Ηταν από τους πρώτους κινηματογράφους στην Ελλάδα» μας λέει και τα μάτια του λάμπουν από ευτυχία, καθώς μας μιλάει για τη ζωή του.
«Οι Μυτιληνιοί ήταν κάποτε κεφαλοχώρι. Ήταν το μεγαλύτερο χωριό της Σάμου και πάρα πολύ πλούσιο, καθώς όλοι ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Είχαμε πάνω από 7.000 κόσμο στο χωριό. Έτσι, ο παππούς, έξυπνος, άνοιξε έναν στο κέντρο του χωριού και όλοι πήγαιναν εκεί για να δουν ταινίες. Ήταν η μοναδική τους διασκέδαση» μας λέει.
Καθώς συνεχίζουμε τη συζήτηση, παρατηρούμε τον περιβάλλοντα χώρο, ο οποίος θυμίζει κάτι από μουσείο, αλλά και είναι «βουτηγμένος» μέσα στο πράσινο, στα λουλούδια, τα οπωροφόρα δέντρα και στους βασιλικούς. «Και ο παππούς μου τότε φύτευε βασιλικά για τα κουνούπια περισσότερο» μας λέει συγκινημένος, καθώς αναφέρεται σε εκείνον.
«Εγώ πήρα το οικόπεδο αυτό το 1968. Ήταν περιφερειακά του χωριού, είναι μεγάλος ο χώρος και έτσι εγκατέστησα τα δικά μου μηχανήματα, προκειμένου να ξεκινήσω σε αυτήν τη δουλειά. Προηγουμένως, είχα ένα καφενείο στο κέντρο του χωριού και έβλεπα ότι όλοι ήθελαν να πάνε σινεμά. Έτσι πήρα την απόφαση να τον ανοίξω» λέει.
Τον ρωτάμε πόσες ώρες βρίσκεται στο σινεμά. «Το σινεμά είναι το σπίτι μου. Καλύτερα να μην έχω να φάω, παρά να φύγω από εδώ. Είναι όλη μου η ζωή. Ερχομαι νωρίς το μεσημέρι και ασχολούμαι με τα φυτά και κυρίως με τα βασιλικά μας».
Στην ερώτηση πώς του ήρθε η ιδέα να φυτέψει τόσα πολλά βασιλικά, χαμογελάει. «Οπως θα δείτε, τα έχω βάλει ενδιάμεσα από τις καρέκλες που κάθεται ο κόσμος. Το βασιλικό διώχνει τα έντομα και τα κουνούπια και συνάμα ο θεατής κατά την ώρα της ταινίας τα χαϊδεύει και μοσχοβολούν τα χέρια του.
Έτσι όλοι φεύγουν με τη μυρωδιά του βασιλικού από εδώ» λέει συγκινημένος ο πανέξυπνος και υπέργηρος παππούς. Τον ρωτάμε αν ο κόσμος βλέπει ταινίες. «Κοιτάξτε, από τότε που μπήκε η τηλεόραση στη ζωή μας, το ίντερνετ και η τεχνολογία, οι κινηματογράφοι έχουν πέσει. Ομως, δοξάζω τον Θεό, γιατί, εφόσον αυτό ξέρουμε να κάνουμε μια ζωή, δεν θα το αφήσουμε τώρα, που η ζωή μας τελειώνει» λέει με ένα πλατύ χαμόγελο.
Σύμφωνα με τους κατοίκους του χωριού, ο παππούς μέχρι και πέρυσι, που η σύζυγός του ήταν εν ζωή, πρόσφερε σε όλους τους θεατές καυτούς λουκουμάδες με μέλι. Μάλιστα, αν κάποιος κρυώνει, ο παππούς φροντίζει να του φέρει ζεστή ζακέτα, προκειμένου να μην αποχωρήσει από το σινεμά!