Υπό κατάρρευση βρίσκεται το Εθνικό Σύστημα Υγείας, με την τραγική υποστελέχωση, την ελλιπή χρηματοδότηση, τις φθαρμένες κτιριακές υποδομές και τις σοβαρές ελλείψεις σε εξοπλισμό να συνθέτουν ένα σκηνικό που παραπέμπει σε τριτοκοσμική χώρα. Τα παραπάνω επιβεβαιώνει με τον πιο ωμό τρόπο η εκτενής έρευνα σχετικά με τις δημόσιες δομές της βόρειας Ελλάδας, την οποία παρουσιάζει η ΠΟΕΔΗΝ εν όψει της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης. Οπως προκύπτει από τα στοιχεία, τόσο τα μεγάλα νοσηλευτικά ιδρύματα όσο και τα Κέντρα Υγείας αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα, που έχουν άμεσο αντίκτυπο στους ασθενείς.
Χαρακτηριστική είναι η κατάσταση που επικρατεί στα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης. Στο ΑΧΕΠΑ από τις 1.530 οργανικές θέσεις υπηρετούν 886 μόνιμοι υπάλληλοι. Από τις δέκα χειρουργικές αίθουσες λειτουργούν μόνο τέσσερις, με αναμονή περίπου 1.500 ασθενών, ενώ η πρόσβαση στα εξωτερικά ιατρεία είναι δύσκολη και τα κτίρια παλαιά. Αντίστοιχα, στο Θεαγένειο το 30% των οργανικών θέσεων παραμένει κενό, ενώ καταγράφονται σημαντικές ελλείψεις στο νοσηλευτικό και διοικητικό προσωπικό, ενώ δείγματα από το Παθολογοανατομικό στέλνονται σε ιδιωτικά εργαστήρια με μεγάλο κόστος. Αλλά και στο νοσοκομείο «Γ. Γεννηματάς» καταγράφονται κενές 62 θέσεις νοσηλευτικού προσωπικού, 45 βοηθητικού, 13 διοικητικού και 20 τεχνικού. Εχουν γίνει 140 απογευματινά χειρουργεία με πληρωμή και 80 μέσω voucher, ενώ οι αναμονές στα εξωτερικά ιατρεία είναι κατά μέσο όρο 15 ημέρες.
Παρόμοιο είναι το σκηνικό στο νοσοκομείο «Αγιος Δημήτριος» που έχει 91 οργανικές θέσεις γιατρών, ενώ καλυμμένες είναι οι 71. Στο νοσηλευτικό προσωπικό καλυμμένες είναι 161 από τις 233 θέσεις, ενώ οι λίστες αναμονής χειρουργείων κυμαίνονται από 58 έως 169 ημέρες. Στο Ιπποκράτειο προβλέπονται 1.134 θέσεις νοσηλευτών, όμως υπηρετούν 723 μόνιμοι και 265 επικουρικοί, με 178 κενές. Στα παραϊατρικά υπάρχουν 76 κενά, ενώ από τις 14 χειρουργικές αίθουσες λειτουργούν μόνο οι έξι, με λίστα αναμονής 4.000 περιστατικών. Σημαντικές ελλείψεις σε αναισθησιολόγους, παθολογοανατόμους και ραδιολόγους παρουσιάζει και το νοσοκομείο «Αγιος Παύλος», ενώ στο «Παπαγεωργίου» από τις 1.320 οργανικές θέσεις καλυμμένες είναι 979. Σημαντικά κενά καταγράφονται και στο Νοσοκομείο «Παπανικολάου», όπου το 70% των χειρουργικών αιθουσών υπολειτουργεί λόγω έλλειψης αναισθησιολόγων.
Στο ίδιο μήκος κύματος και τα νοσηλευτικά ιδρύματα της Κεντρικής Μακεδονίας, όπου παρατηρούνται μεγάλες ελλείψεις προσωπικού σε νοσηλευτές, μαγειρεία και τεχνικές υπηρεσίες. Στη Βέροια η κάλυψη είναι σχεδόν πλήρης, πλην αναισθησιολόγων. Στη Νάουσα καταγράφονται καθυστερήσεις στα ορθοπεδικά χειρουργεία, ενώ στις Σέρρες υπάρχουν μεγάλες ελλείψεις σε γιατρούς και νοσηλευτές. Στα Γιαννιτσά οι επικουρικοί καλύπτουν το 30% των θέσεων, ενώ στην Εδεσσα καταγράφονται ελλείψεις σε αναισθησιολόγους και ακτινολόγους, καθώς και κτιριακά προβλήματα. Ακόμη χειρότερη είναι η κατάσταση στην Κατερίνη, όπου εντοπίζονται 195 κενές οργανικές θέσεις, ενώ υπάρχει μεγάλη αναμονή χειρουργείων.
Την ίδια ώρα, στην Πέτρα Ολύμπου υπάρχουν μεγάλες ελλείψεις σε επιστημονικό προσωπικό, χωρίς οργανόγραμμα στο ΠΕΔΥΨΥ, ενώ στον Πολύγυρο έχουν μειωθεί οι κλίνες ΜΕΘ λόγω ελλείψεων προσωπικού. Αλλά και στο Κιλκίς η υποχρηματοδότηση παραμένει «αγκάθι», ενώ τα παλιά κτίρια και οι ανεπαρκείς υπηρεσίες δυσχεραίνουν την κατάσταση. Το πιο σημαντικό είναι ότι δεν λειτουργούν η ΜΕΘ και ο αξονικός τομογράφος. Η κατάσταση δεν βελτιώνεται ούτε στα Κέντρα Υγείας της Κεντρικής Μακεδονίας. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στην Αριδαία δεν υπάρχει κανένας οδοντίατρος, ενώ στην Αλεξάνδρεια λείπουν βασικές ειδικότητες.
Αίσθημα πλήρους εγκατάλειψης αποπνέουν και τα νοσηλευτικά ιδρύματα στη Δυτική Μακεδονία. Στην Κοζάνη από τις έξι χειρουργικές αίθουσες λειτουργούν οι δύο, στα Γρεβενά υπάρχουν 75 κενές θέσεις και μηδενικά απογευματινά χειρουργεία, ενώ στην Καστοριά καταγράφονται ελλείψεις σε αναισθησιολόγους και ακτινολόγους. Στη Φλώρινα υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις στην Καρδιολογική, Παθολογική και Παιδιατρική Κλινική, ενώ διατίθεται μόλις μία αναισθησιολόγος. Σε απόγνωση βρίσκονται οι εργαζόμενοι και στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Ξάνθης, με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Καβάλας, όπου λειτουργούν μόλις οι τρεις από τις έξι χειρουργικές αίθουσες. Αντίστοιχα, στη Δράμα το 50% των θέσεων ιατρών είναι κενό, ενώ στην Ξάνθη μόλις μία χειρουργική αίθουσα λειτουργεί καθημερινά και στην Αλεξανδρούπολη από τις δέκα αίθουσες λειτουργούν οι έξι, με λίστα 3.000 ασθενών.