Είκοσι μίλια βόρεια της Δαμασκού, σε μια ορεινή τοποθεσία, είναι χτισμένο ένα μοναστήρι αφιερωμένο στη Θεομήτορα. Πρόκειται για την Πατριαρχική Μονή της Παναγίας Σαϊντνάγια. Υπήρξε ανά τους αιώνες προπύργιο της Ορθοδοξίας στη Συρία, την κοιτίδα του χριστιανισμού, ακόμα και στους δύσκολους καιρούς που ακολούθησαν την αραβική κατάκτηση αυτών των εδαφών της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η γύρω περιοχή κατοικείται κυρίως από χριστιανούς, Ελληνορθοδόξους κατά μεγάλο μέρος, ομοεθνείς μας, απογόνους των Ρωμιών της Ανατολής και των ακριτών που φρουρούσαν τα σύνορα της Ρωμανίας. Η ευρύτερη περιοχή είναι γνωστή ως «κοιλάδα των χριστιανών». Είναι οι Ελληνορθόδοξοι που παρέμειναν πιστοί στον Χριστό, ακόμα και όταν το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων της Συρίας αποστάτησε και ακολούθησε τη θρησκεία του Μωάμεθ. Το μοναστήρι υψώνεται σαν φρούριο πάνω από την πόλη. Είναι κατ’ ακρίβεια αφιερωμένη στο Γενέθλιο της Θεοτόκου. Το ίδιο το όνομα «Σαϊντνάγια» είναι συριακό και συντίθεται από τις λέξεις «Σάιντα», που σημαίνει «Κυρία», και «Νάια», που σημαίνει «δική μας». Με μια λέξη, η «Κυρία μας», η «Δέσποινά μας».
Η εικόνα της Παναγίας αποδίδεται στον Ευαγγελιστή Λουκά. Οι εικόνες της μονής χρονολογούνται από τους 5ο, 6ο και 7ο αιώνες μ.Χ. Η μονή είναι γυναικεία και απαρτίζεται από μια αδελφότητα περίπου 50 μοναζουσών (τουλάχιστον ως τώρα). Πλήθη προσκυνητών συρρέουν στις θεομητορικές γιορτές (ιδιαίτερα στο Γενέθλιο, αλλά και σε όλες τις άλλες – Εισόδια, Ευαγγελισμό, Κοίμηση κ.λπ.), όχι μόνο ορθόδοξοι, αλλά από διάφορες χριστιανικές ομολογίες της Συρίας και του Λιβάνου, καθώς και μουσουλμάνοι, για να λάβουν πνευματική ενίσχυση, αλλά και ίαση των σωμάτων και βοήθεια στα καθημερινά τους προβλήματα. Η Μονή της Παναγίας Σαϊντνάγια διαθέτει και πλούσια βιβλιοθήκη, με εκατοντάδες πολύτιμα χειρόγραφα. Είναι σχεδόν τεκμηριωμένο ότι το μοναστήρι χτίστηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α΄ τον Μέγα, το έτος 547.
Η προφορική παράδοση αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, διερχόμενος από την έρημο της Συρίας με στρατιωτικές δυνάμεις, είτε για πόλεμο κατά των Περσών είτε για πορεία προς τους Αγίους Τόπους (αυτή φαίνεται η πιθανότερη εκδοχή, γιατί ο Ιουστινιανός δεν ήταν στρατιωτικός), αντιμετώπισαν αυτός και η συνοδεία του πρόβλημα έλλειψης νερού. Κάποια στιγμή, ενώ έψαχναν για νερό, ο αυτοκράτορας εντόπισε μια γαζέλα, την οποία κυνήγησε για αρκετή ώρα. Εκείνη στάθηκε εν τέλει σε έναν βραχώδη λόφο, όπου υπήρχε πηγή πόσιμου νερού. Και ξαφνικά, στη θέση της γαζέλας είδε τη μορφή της Θεοτόκου περιβεβλημένη με ουράνιο φως (η όλη περιγραφή θυμίζει και την ιστορία του αγίου Ευσταθίου) και παρήγγειλε στον αυτοκράτορα να Της χτίσει ναό σε εκείνον τον λόφο.
Επιστρέφοντας κοντά στη συνοδεία του, ο Ιουστινιανός διηγήθηκε το όραμά του στους συνεργάτες του και τους πρόσταξε να ετοιμάσουν τα σχέδια για τον ναό. Ωστόσο, κανένα από τα σχέδια που του παρουσίασαν δεν τον ικανοποίησε. Ετσι, του εμφανίστηκε και πάλι η Θεοτόκος σε ενύπνιο και του παρέδωσε η Ιδια ένα μοναδικό σε σύλληψη σχέδιο για το μοναστήρι Της, του οποίου Εκείνη θα ήταν η προστάτιδα και έφορος. Οι αδελφοί μας ορθόδοξοι Ρωμιοί της Συρίας υποστηρίζουν ότι αυτό είναι το σχέδιο που ακολουθεί η μονή μέχρι σήμερα. Το μοναστήρι χτίστηκε και, με τη Χάρη της Θεοτόκου, η φήμη του απλώθηκε παντού, ώστε να θεωρείται (μέχρι σήμερα) το μεγαλύτερο μετά τους Αγίους Τόπους προσκύνημα της Μέσης Ανατολής.
Οι θαυματουργές παρεμβάσεις που συνεχίζονται έως τις μέρες μας
Χριστιανοί και μουσουλμάνοι καταφεύγουν στο μοναστήρι και στην εικόνα της Παναγίας για να βοηθηθούν από τη Χάρη Της στα προβλήματα και στις δυσκολίες τους. Πλήθος θαυματουργικών ιάσεων είναι καταγεγραμμένο από εκείνους που βίωσαν το θαύμα. Ας δούμε κάποια χαρακτηριστικά. Στο χρονικό του Thietmar αναφέρεται ότι, το 1203, κάποιος σουλτάνος της Δαμασκού, που κόντευε να τυφλωθεί τελείως, πήγε στην Παναγία της Σαϊντνάγια. Μολονότι δεν ήταν χριστιανός, εισήλθε στο καθολικό και γονάτισε και προσευχήθηκε με ταπείνωση. Οταν σηκώθηκε διαπίστωσε ότι έβλεπε την καντήλα που έκαιγε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας. Μόλις αντιλήφθηκε ότι είχε γίνει καλά, υποσχέθηκε να προσφέρει το λάδι για τη συντήρηση αυτού του καντηλιού της Εκκλησίας, και το λάδι εκείνο αποδιδόταν μέχρι την εποχή του Νουρεντίν.
Τον 12ο αιώνα, όταν ο σουλτάνος Σαλαντίν πολεμούσε τους σταυροφόρους, οι στρατιώτες του, πεινασμένοι, εισέβαλαν στο μοναστήρι και κατέσχεσαν όλα τα αποθέματα τροφίμων που υπήρχαν σ’ αυτό. Μόλις όμως τα φόρτωσαν στα μουλάρια και στις καμήλες, τα ζώα αρνήθηκαν να κινηθούν, όσο και αν προσπάθησαν οι στρατιώτες. Ετσι, αναγκάστηκαν να τα ξεφορτώσουν και να τα επιστρέψουν στη μονή. Και τότε μπόρεσαν να αναχωρήσουν. Και το πλήθος των θαυμάτων συνεχίζεται ως τις μέρες μας. Η Χάρη Της θαυματουργεί όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και στους μουσουλμάνους.
Οι αδελφοί μας, οι ορθόδοξοι Ρωμιοί της Συρίας, της χώρας όπου για πρώτη φορά οι μαθητές του Χριστού και των Αποστόλων Του ονομάστηκαν χριστιανοί, διέρχονται σήμερα από το καμίνι των θλίψεων. Ταιριάζουν τα λόγια της προσευχής των Τριών Παίδων: «Παρέδωκας ἡμᾶς εἰς χεῖρας ἐχθρῶν ἀνόμων, ἐχθίστων ἀποστατῶν, καὶ βασιλεῖ ἀδίκῳ καὶ πονηροτάτῳ παρὰ πᾶσαν τὴν γῆν. καὶ νῦν οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἀνοῖξαι τὸ στόμα· αἰσχύνη καὶ ὄνειδος ἐγενήθημεν τοῖς δούλοις σου καὶ τοῖς σεβομένοις σε. μὴ δὴ παραδῴης ἡμᾶς εἰς τέλος διὰ τὸ ὄνομά σου καὶ μὴ διασκεδάσῃς τὴν διαθήκην σου».
Μέσα από το καμίνι των θλίψεων αναδεικνύονται οι νέοι μάρτυρες του Χριστού, όπως βιώσαμε πρόσφατα με τα γεγονότα στον Ναό του Προφήτη Ηλία στη Δαμασκό. Η καρδιά της Ορθοδοξίας, η καρδιά της Ρωμιοσύνης, χτυπά σήμερα στη χειμαζόμενη Συρία. Και ευχή όλων είναι, με τις πρεσβείες της Παναγίας της Σαϊντνάγια και των νέων μαρτύρων που πορφυρώνουν με το αίμα τους τη συριακή γη, ο Θεός να δώσει σύντομα την έκβαση, κατά τα λόγια και πάλι της προσευχής των Αγίων Τριών Παίδων: «Καὶ νῦν ἐξακολουθοῦμεν ἐν ὅλῃ καρδίᾳ καὶ φοβούμεθά σε καὶ ζητοῦμεν τὸ πρόσωπόν σου, μὴ καταισχύνῃς ἡμᾶς, ἀλλὰ ποίησον μεθ’ ἡμῶν κατὰ τὴν ἐπιείκειάν σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους σου καὶ ἐξελοῦ ἡμᾶς κατὰ τὰ θαυμάσιά σου καὶ δὸς δόξαν τῷ ὀνόματί σου, Κύριε. καὶ ἐντραπείησαν πάντες οἱ ἐνδεικνύμενοι τοῖς δούλοις σου κακὰ καὶ καταισχυνθείησαν ἀπὸ πάσης δυναστείας, καὶ ἡ ἰσχὺς αὐτῶν συντριβείη· καὶ γνώτωσαν ὅτι σὺ εἶ Κύριος Θεὸς μόνος καὶ ἔνδοξος ἐφ’ ὅλην τὴν οἰκουμένην».
Η εικόνα της Παναγίας και ο Ελληνας μοναχός που έγινε μάρτυρας θαυμάτων
Στα τέλη του 8ου αιώνα, ηγουμένη της μονής ήταν μια οσία γερόντισσα με το όνομα Μαρίνα. Ηταν γνωστή για την ευσέβεια και την αγιότητά της. Συνέβη εκείνη την εποχή να περάσει από το μοναστήρι ένας Ελληνας μοναχός ονόματι Θεόδωρος, που κατευθυνόταν στα Ιεροσόλυμα και σταμάτησε στο μοναστήρι για να προσκυνήσει. Ετυχε βέβαια της δέουσας φιλοξενίας και, όταν έφευγε, η γερόντισσα Μαρίνα τον παρακάλεσε να αγοράσει για τη μονή, από την Αγία Πόλη όπου θα μετέβαινε, μια εικόνα της Παναγίας.
Εκείνος ανταποκρίθηκε πρόθυμα στο αίτημα της ηγουμένης. Φεύγοντας, όμως, από τα Ιεροσόλυμα ξέχασε να αγοράσει την εικόνα. Ενώ δεν είχε απομακρυνθεί ακόμα πολύ από την πόλη, άκουσε μια άγνωστη φωνή να τον ρωτά: «Μήπως ξέχασες κάτι στην Ιερουσαλήμ; Τι έκανες γι’ αυτό που σου ανέθεσε η ηγουμένη;» Ο μοναχός επέστρεψε αμέσως στα Ιεροσόλυμα, βρήκε μια εικόνα της Θεοτόκου (προφανώς, με θεία καθοδήγηση, τη συγκεκριμένη εικόνα) και ξαναπήρε τον δρόμο της επιστροφής. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, όμως, έγινε μάρτυρας μεγάλων θαυμάτων που επιτελέστηκαν με τη Χάρη της Θεοτόκου από την εικόνα Της εκείνη. Αλλοτε το καραβάνι έπεσε σε ενέδρα ληστών, άλλοτε κινδύνευσε από άγρια θηρία, αλλά πάντοτε ο Θεόδωρος, επικαλούμενος τη βοήθεια της Παναγίας, προσευχόμενος στην εικόνα Της, απομάκρυνε τον κίνδυνο.
Αυτό οδήγησε τον μοναχό σε δεύτερες σκέψεις και αποφάσισε να κρατήσει την εικόνα για τον εαυτό του. Αποφεύγοντας να περάσει ξανά από το μοναστήρι της Σαϊντνάγια, κατευθύνθηκε στα παράλια και από εκεί απέπλευσε με πλοίο για την Αίγυπτο. Ξέσπασε όμως μεγάλη θαλασσοταραχή και το πλοίο στάθηκε αδύνατον να αποπλεύσει. Ελεγχόμενος από τη συνείδησή του, αφού αντιλήφθηκε ότι αυτό συνέβη για τη δική του υστεροβουλία, εγκατέλειψε το πλοίο και επανήλθε οδικώς στη Σαϊντνάγια. Φιλοξενήθηκε στο μοναστήρι για τέσσερις μέρες, αλλά και πάλι τον κυρίευσε ο πειρασμός να κρατήσει την εικόνα για εκείνον.
Ετσι, ζήτησε συγχώρεση από την ηγουμένη που δεν μπόρεσε, δήθεν, να φέρει την εικόνα που του ζήτησε και ετοιμάστηκε για την επιστροφή στη Μικρά Ασία. Ομως, όταν πλησίασε την πύλη της μονής, μια υπερφυσική αόρατη δύναμη του εμπόδιζε την έξοδο και έβλεπε πέτρινο τοίχο μπροστά του, στο σημείο όπου θα έπρεπε κανονικά να είναι η πύλη. Υστερα από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, μετανιωμένος, αναγκάστηκε να παραδώσει την εικόνα στην ηγουμένη, ομολογώντας το σφάλμα του και ζητώντας της να τον συγχωρέσει. Εκείνη, με δάκρυα ευγνωμοσύνης, δόξασε τον Δεσπότη Χριστό και την Παναγία Μητέρα Του. Από τότε η θεομητορική εικόνα παραμένει ως εφέστια εικόνα της μονής και προσελκύει πλήθη προσκυνητών, που προσφεύγουν στη Χάρη Της.