Η τελευταία «πράξη» για τον θρυλικό σχεδιαστή παίχτηκε την Παρασκευή το μεσημέρι στο αποτεφρωτήριο της Ριτσώνας, έπειτα από δική του γραπτή εντολή, ενώ η τέφρα του δεν έχει αποφασιστεί σε ποιο σημείο της Αττικής θα ριχτεί!

- Aπό τον Νίκο Νικόλιζα
Εχοντας εκπληρώσει όλα του τα όνειρα και χωρίς να έχει αφήσει το παραμικρό στην τύχη του, ο θρυλικός σχεδιαστής Ντίμης Κρίτσας έφυγε από τη ζωή το βράδυ της Τετάρτης, σε ηλικία 98 ετών. Η είδηση θανάτου του εμβληματικού σχεδιαστή μόδας ξεπέρασε ακόμα και τα σύνορα της Ελλάδας, με μερικές εφημερίδες στην Αμερική, στη Γαλλία και την Ιταλία να μιλούν για μια μεγάλη ελληνική απώλεια στον χώρο του πολιτισμού. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο Ντίμης Κρίτσας σε όλη του τη ζωή ακροβατούσε μεταξύ Ελλάδας, Αμερικής, Γαλλίας και Ιταλίας, έχοντας ισχυρούς δεσμούς με κορυφαία ονόματα της παγκόσμιας τέχνης.

«Ηταν ήσυχος, μέχρι και την τελευταία στιγμή σκεφτόταν αν έχει ξεχάσει κάποια λεπτομέρεια από όσα αφήνει πίσω του και αν έχει αδικήσει κάποιον και πρέπει να επανορθώσει» είναι τα λόγια της οικονόμου του Ζάτκλα Χρίστοβα, η οποία για εννιά ολόκληρα χρόνια ήταν η μόνιμη παρηγοριά του διάσημου σχεδιαστή. Aκόμα και το πολυτελέστατο σπίτι του στο Μαϊάμι, πριν από περίπου εννέα χρόνια το έκανε δωρεά σε σωματεία που ασχολούνται με την καταπολέμηση του AIDS. Ο ίδιος, μάλιστα, είχε απίστευτη αδυναμία στη Ζάτκλα, γι’ αυτό και, λόγω των κινητικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, εκείνη έκανε όλες τις εσωτερικές και εξωτερικές δουλειές, ακόμα και για τις επιχειρήσεις που είχε στο όνομά του αλλά και για τα ραντεβού που του έκλεινε.
«Για εμένα ο Ντίμης ήταν κάτι παραπάνω από οικογένεια. Από την πρώτη στιγμή με εμπιστεύτηκε αμέσως και μου έδειξε γιατί ήταν τόσο μεγάλο το όνομά του και ακουγόταν παντού εδώ και δεκαετίες: έκανε παντού αγαθοεργίες. Ακόμα και στον δρόμο που περπατούσαμε ήταν αδύνατον να μη δώσει φιλοδώρημα σε όποιον έβλεπε ότι το είχε ανάγκη» λέει συγκινημένη ενώ μαζεύει τα πράγματά της με σκοπό σε λίγο καιρό να φύγει από το σπίτι όπου έμεναν μαζί για σχεδόν 10 ολόκληρα χρόνια.

Τον περασμένο Σεπτέμβριο η «Espresso» είχε επικοινωνήσει με την οικονόμο του θρυλικού σχεδιαστή μόδας και η ίδια είχε μιλήσει για τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε ο σπουδαίος καλλιτέχνης. Βρισκόταν συνεχώς καθηλωμένος στο κρεβάτι του γεμάτου αναμνήσεις σπιτιού του πίσω από το «Χίλτον», έχοντας συντροφιά την πολυαγαπημένη του οικονόμο αλλά και μια ζωή γεμάτη δόξα και πλούτη, ανεβαίνοντας ωστόσο τον γολγοθά της απόλυτης μοναξιάς, καθώς τα κινητικά προβλήματα που είχε τον κρατούσαν «δέσμιο» και καθηλωμένο μέσα στο σπίτι του.
Ο ίδιος, μάλιστα, για να αποδείξει πόσο μόνος ήταν είχε ζητήσει από την οικονόμο του να μας μεταφέρει ότι το τηλέφωνο πλέον δεν χτυπάει σχεδόν από κανέναν, καθώς οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που είχε συναναστραφεί έχουν φύγει από τη ζωή, ενώ άλλοι τον έχουν ξεχάσει εντελώς.

Εχοντας ήδη συμπληρώσει τα 98 χρόνια του, ο άνθρωπος που έντυσε σχεδόν όλο το παλάτι της Ελλάδας, που ευτύχησε να συνεργαστεί με την Κοκό Σανέλ, που έγινε κολλητός με τη Μελίνα Μερκούρη και την πριγκίπισσα Γκρέις Κέλι, που ήξερε όλα τα χούγια της Αλίκης Βουγιουκλάκη, που έραψε το νυφικό της Τζένης Καρέζη στον γάμο της με τον Ζάχο Χατζηφωτίου, έβλεπε τις δυνάμεις του να τον έχουν εγκαταλείψει. Από εκείνα τα ένδοξα χρόνια της παντοδυναμίας του μόνο οι φωτογραφίες αποδείκνυαν πόσο σπουδαία προσωπικότητα υπήρξε για την ελληνική μόδα, που κατάφερε να δοξάσει την Ελλάδα σε όλο τον κόσμο…

Ο Ντίμης Κρίτσας ήταν ο άνθρωπος που έκανε το συρτάκι μόδα στην Αμερική, ο μετρ που κλήθηκε από τον Ωνάση να σχεδιάσει τις πρώτες στολές της Ολυμπιακής, που άρχισε να εργάζεται στο Παρίσι, που συνέχισε στην Ελλάδα της χρυσής εποχής του ’54-’64, όπου διατηρούσε δικό του οίκο μόδας επί της οδού Βουκουρεστίου, και διέπρεψε στη Νέα Υόρκη, όπου έμεινε 27 συνεχή χρόνια.

Γυναίκες από κάθε γωνιά του πλανήτη τον επισκέπτονταν με σκοπό να ντυθούν διά χειρός Ντίμη Κρίτσα, ανάμεσά τους η βασίλισσα Φρειδερίκη, η πριγκίπισσα του Μονακό Γκρέις Κέλι, η πριγκίπισσα του Κεντ της Αγγλίας, η πριγκίπισσα Αλα Αουσμπεργκ, η Χριστίνα Ωνάση, η Κριστίνα Χένρι Φορντ, η Σαρλότ Φορντ Νιάρχος, η Μπάρμπαρα Χάτον, η Αν Μάργκρετ, η Ρόμι Σνάιντερ, η Λάνα Τάρνερ, η Χέντι Λαμάρ, η ιέρεια του γαλλικού τραγουδιού Φρανσουάζ Αρντί, η Λίλιαν Γκις, όταν πήρε το τιμητικό Οσκαρ, και η λίστα τέλος δεν έχει.

Ο Ντίμης Κρίτσας ακόμα και τα χρόνια της παντοδυναμίας του απέφευγε να δίνει πολλές συνεντεύξεις. Αλλωστε, το πλούσιο κοινό του δεν ήθελε να ακούγονται τα μυστικά των διασήμων προς τα έξω. «Ο Φίνος με παρακαλούσε να περάσει το όνομά μου στους τίτλους των ταινιών, αλλά δεν ήθελα, γιατί δεν ήταν καθόλου σωστό για έναν σχεδιαστή του δικού μου βεληνεκούς. Προτιμούσα μόνο στο θέατρο να αναφέρεται το όνομά μου. Δεν γινόταν να ντύνεις την πρώτη κυρία της Ελλάδας και παράλληλα να δουλεύεις και για τον κινηματογράφο. Σκεφτείτε ότι τότε ο κινηματογράφος ήταν 2ης κατηγορίας ψυχαγωγία για τους πλούσιους.

Εμείς πηγαίναμε μόνο θέατρο, Λυρική Σκηνή, και το πολύ πολύ έναν κινηματογράφο για τον Δημήτρη Χορν και την Ελλη Λαμπέτη, τίποτε άλλο» θα πει στην τελευταία του συνέντευξη στην «Espresso». Σε εκείνη τη συνέντευξή του μας είχε μιλήσει για την Τζένη Καρέζη. «Η μεγάλη επιτυχία των κοστουμιών της Ελλης Λαμπέτη έφερε στο ατελιέ μου και άλλες ηθοποιούς. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ένα καστανόξανθο κορίτσι που θα ερμήνευε στο θέατρο Μουσούρη τον ρόλο της Ελάιζα στο έργο “Ωραία μου κυρία”, ήρθε συνοδευόμενη από τη διευθύντρια του θεάτρου, Ελλη Σταθάκη. Με πολύ ναζί μού ζήτησε μια κάπα ροζ. “Αφού ξέρετε τι θέλετε, γιατί ήρθατε εδώ;” της είπα. Επενέβη η κυρία Σταθάκη και ηρέμησε τα πνεύματα. Μου έκανε, πάντως, εντύπωση η θρασύτητά της, σε σχέση με την υπακοή της Λαμπέτη.

Η Αλίκη και η Τζένη συναντιούνταν συχνά στον οίκο ραπτικής. Μόλις τελείωνε η επίδειξη της καινούργιας σεζόν, η καθεμία ερχόταν να φορέσει σε διαφορετικά δοκιμαστήρια τα ρούχα που της άρεσαν και να αποφασίσει τι θα αγοράσει» μας έλεγε. «Η Αλίκη πάντα παζάρευε τις τιμές. Η Τζένη ποτέ. Λένε ότι η Αλίκη δεν ήθελε να πληρώνει, επειδή θεωρούσε ότι διαφημίζει οτιδήποτε φορούσε. Εμένα, πάντως, με πλήρωνε μέχρι τελευταίας δεκάρας.

Η Τζένη Καρέζη ήταν καλή φίλη και πελάτισσά μου. Φιλόδοξη, χειραφετημένη, εργασιομανής, λαμπερή, ευχάριστη, οδηγούσε αυτοκίνητο, κάπνιζε, λάτρευε τα ταξίδια και την κοσμική ζωή. Της είχα σχεδιάσει όλα τα ρούχα για το “Δεσποινίς διευθυντής” και το “Μαίρη Μαίρη”. Για το μιούζικαλ “Η γειτονιά των αγγέλων” του Ιάκωβου Καμπανέλλη και του Μίκη Θεοδωράκη τής σχεδίασα πρωτοποριακά κοστούμια. Οταν εμφανίστηκε στις Κάννες με την ταινία “Τα κόκκινα φανάρια” του Βασίλη Γεωργιάδη συζητήθηκε πολύ.

Για την έναρξη του φεστιβάλ τής είχα σχεδιάσει ένα άσπρο μακρύ φόρεμα με ασορτί μαντό» θυμόταν σε αυτή τη συνέντευξη ο σπουδαίος σχεδιαστής μόδας, που κάποτε τον είχαν ονομάσει «βασιλιά της ελληνικής μόδας»!



