Για να μιλήσει κάποιος και να γράψει την ιστορία του Βαγγέλη Κονιτόπουλου, θα πρέπει να χύσει τόνους μελάνι πάνω σε χαρτί. Αναμφισβήτητα, το όνομά του είναι απόλυτα συνδεδεμένο με την ιστορία του νησιώτικου τραγουδιού. Ο Βαγγέλης Κονιτόπουλος για τους μελετητές είναι μία από τις κολόνες της παράδοσής μας στο τραγούδι, στα ήθη και τα έθιμα του τόπου μας. Γεννημένος στη Νάξο, ο σπουδαίος αυτός καλλιτέχνης είναι ένα από τα πέντε παιδιά της οικογένειας Κονιτόπουλου, που διατήρησαν αλλά και δημιούργησαν σχολή ολόκληρη στο νησιώτικο τραγούδι.
- Από τον Νίκο Νικόλιζα
Ο Γιώργος, η Ειρήνη, ο Κώστας, η Αγγελική και ο Βαγγέλης Κονιτόπουλος είναι τα αδέρφια που από τη γέννησή τους απλώς ήξεραν να… τραγουδούν. Τραγουδούσαν και έγραφαν τραγούδια. Χάρη σε αυτά τα πέντε παιδιά αλλά και στα παιδιά τους, καθώς και στα παιδιά των παιδιών τους, διατηρείται το παραδοσιακό τραγούδι των Κυκλάδων που εδώ και μερικά χρόνια έχει φουντώσει για τα καλά. Ανθρωπος χαμηλών τόνων, ο Βαγγέλης Κονιτόπουλος, που διανύει πλέον την 7η δεκαετία της ζωής του, κατάφερε με το ίδιο πάθος να μεταφέρει τις τεχνικές της φωνής και στα παιδιά του Μιχάλη και Γιάννη Κονιτόπουλο, αλλά και στη δεκάχρονη κορούλα του Ειρήνη, στην οποία έδωσε το όνομα της αδερφής του.

Με αφορμή τη μεγάλη συναυλία στο Αλσος στις 15 Σεπτεμβρίου και τη συνάντηση όλης της θρυλικής οικογένειας επί σκηνής, ο μεγάλος αυτός καλλιτέχνης, σε ένα από τα διαλείμματα τηε δουλειάς του, ανοίγει την καρδιά του στην «Espresso» και μιλάει για όλα όσα έζησε αυτά τα χρόνια που κατάφερε να γράψει το όνομά του με χρυσά γράμματα στο πάνθεον των μεγάλων παραδοσιακών τραγουδιστών!
Εχεις καταλάβει, Βαγγέλη, ότι είσαι ο τελευταίος της παλιάς γενιάς στο νησιώτικο τραγούδι;
Ελπίζω να μην είμαι ο τελευταίος. Βέβαια, θα χαιρόμουν και οι επόμενοι να είναι πάλι από την ίδια οικογένεια. Στην παραδοσιακή μουσική δεν χρειάζεται μόνο να είσαι καλός τραγουδιστής και μουσικός, αλλά και δημιουργός, για να μείνεις στη συνείδηση του κόσμου. Αν δεν δημιουργείς εσύ ο ίδιος συνέχεια τραγούδια και αναγκαστείς να παίρνεις από άλλους, αυτός ο κάθε άλλος μπορεί να μην το ‘χει το «νησί» μέσα του.
Εσείς από την οικογένεια των Κονιτοπουλαίων όλοι γράφατε;
Οχι. Γράφαμε τραγούδια μόνο ο Γιώργος και εγώ.
Πόσο δύσκολο είναι να γράφεις;
Οταν το ‘χεις, δεν είναι δύσκολο. Αν το ‘χεις το ταλέντο, το δείχνεις από μικρός.
Τα παιδιά σου το ‘χουν;
Ισως λίγο ο Γιάννης. Μπορεί στην πορεία να τον δούμε να δημιουργεί μεγάλα τραγούδια. Ο χρόνος θα δείξει.
Στην κόρη σου έδωσες το όνομα Ειρήνη λόγω της αδερφής σου, της τεράστιας αυτής ερμηνεύτριας. Τόση αγάπη της είχες;
Σε όλα τα αδέρφια μου είχα μεγάλη αγάπη, όπως και σε όλο το σόι των Κονιτοπουλαίων. Κάποτε μου είπαν ότι ο αδερφός του πατέρα μου, ο Νικολής, ήταν ακόμα καλύτερος στο βιολί από τον πατέρα μου, και προσπαθούσα να αντιληφθώ πόσο πιο πάνω ήταν. Κατά γενική ομολογία ο πατέρας μου ήταν κάτι το αδιανόητο. Ο πατέρας μου ήταν πολύ χορευτικός βιολιτζής. Ξεσήκωνε τα πλήθη.

Νιώθεις μοναξιά σε σχέση με όλους αυτούς που έχουν φύγει από το Κονιτοπουλέικο;
Θέλεις να με κάνεις να με πάρουν τα δάκρυα; Οπως σου έχω πει, θυμάμαι πολύ το παρελθόν και με λεπτομέρειες. Και επειδή οι άνθρωποι έχουμε και αδυναμίες και πολλές φορές πικραίνουμε τους άλλους πάνω στη νιότη μας, αυτό με κάνει να αισθάνομαι μετανιωμένος για πολλά πράγματα. Και πράγματα που έκανα εγώ αλλά και πράγματα που έγιναν άθελά μου. Ομως οι ζωντανοί και έντονοι άνθρωποι αυτό έχουν. Το ίδιο ήταν και ο πατέρας μου. Η μάνα μου ήταν πιο soft!
Πότε ήρθες στην Αθήνα;
Την Αθήνα για πρώτη φορά τη θυμάμαι στον γάμο της αδερφής μου της Ειρήνης το 1955. Ημουν μόλις 2,5 ετών. Δεν θυμάμαι τον γάμο, όμως θυμάμαι που επιστρέψαμε μετά στη Νάξο, νύχτα, με το ένα και μοναδικό πλοίο της γραμμής, και μόλις φτάσαμε κοντά στη Νάξο, κατεβήκαμε από το βαπόρι με ανεμόσκαλα, μπήκαμε σε βάρκα και βγήκαμε στη στεριά. Δεν είχε ακόμα λιμάνι και δεν πήγαινε πλοίο κοντά.
Και μετά εσύ πότε ξεκινάς την πορεία σου στην Αθήνα;
Στην Αθήνα ήρθα και εγκαταστάθηκα αφού τελείωσα το γυμνάσιο. Ο μπαμπάς ήταν βιολιτζής και ασχολιόταν με τη γη. Μια ζωή τον θυμάμαι να ασχολείται με αυτή. Ηταν πολύ μερακλής και του άρεσε η αγροτική ζωή. Δεν αγοράζαμε πράγματα για το σπίτι. Εκείνος μας τα έφερνε όλα από τις καλλιέργειές του. Αγοράζαμε κρέας μόνο απέξω!
Και πότε πρωτοπιάνεις μικρόφωνο;
Να σε διορθώσω ότι εμείς τότε δεν είχαμε μικρόφωνα. Η πιο παλιά θύμηση που έχω να τραγουδάω είναι πέντε ετών. Είχαμε πάει σε ένα πανηγύρι στης Ζωοδόχου Πηγής, στην Κόρωνο, με το γαϊδουράκι. Εκεί ήταν ένας λαουτιέρης και ο μπαμπάς ο Νικολής με την αδερφή μου την Αγγελική που τραγουδούσαν. Και με ανέβασαν μαζί με την Αγγελική και είπα ένα τραγούδι.

Στο σπίτι τραγουδούσατε;
Πάντα κάποιος τραγουδούσε στο σπίτι. Αλλά και γενικά στον Κυνίδαρο τραγουδούσαν όλοι οι κάτοικοι. Περνούσες από τα σοκάκια και άκουγες παντού τραγούδι. Τώρα έχει αλλάξει η εποχή και δεν τραγουδάει ο κόσμος.
Φαντάζομαι ότι τα τελευταία δύο με τρία χρόνια οι Κονιτοπουλαίοι έχουν πάρει και πάλι τη θέση που τους άξιζε στο παραδοσιακό τραγούδι…
Δεν κάνεις λάθος σε αυτό. Δόξα τω Θεώ, τα πανηγύρια ανθίζουν και έχουν γίνει και πάλι must της εποχής. Ολοι οι παραδοσιακοί που ασχολούνται με τα πανηγύρια έχουν καλή δουλειά.
Το όνομα Κονιτόπουλος έχει πάρει τη θέση που του αρμόζει;
Στη συνείδηση του λαού και όλων όσοι σκέφτονται σαν μουσικοί θα σου πω ναι. Οι νέοι έχουν αγκαλιάσει τα πανηγύρια και δεν είναι ακραίο να σου πω ότι πλέον έχει φτάσει η διαφήμιση ενός νησιού να γίνεται μέσα από τα πανηγύρια. Το κράτος δυστυχώς φαίνεται σαν να είναι εναντίον οτιδήποτε ελληνικού και παραδοσιακού και αυτό είναι θλιβερό.
Θέλω να μου μιλήσεις και για τον περίφημο ικαριώτικο που έχει γίνει τόσος ντόρος με την καταγωγή και την ιστορία του…
Το θέλω κι εγώ πολύ γιατί εδώ θα σου πω… τι μανία είναι κι αυτή κάποιοι που δεν ξέρουν τίποτα από παράδοση να προσπαθούν να παραχαράξουν την Ιστορία… Καταρχάς να πούμε πως η λέξη «παράδοση» έχει την έννοια ότι παραδίδω εγώ κάτι σε κάποιον άλλον. Επίσης η παράδοση διαφέρει από τόπο σε τόπο. Εσύ που έζησες σε ένα συγκεκριμένο νησί δεν έχεις την ίδια παράδοση με εμένα που γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Νάξο.
Το ότι γράφονται τραγούδια που είναι «σκυλονησιώτικα» δεν σε πειράζει εσένα που έχεις γεννηθεί μέσα στην παράδοση;
Και βέβαια με πειράζει, όπως και η παραχάραξη της Ιστορίας. Με πειράζει όταν ο καθένας σε κρίνει αναλόγως με τα δικά του παραδοσιακά πρότυπα που είναι εντελώς διαφορετικά από τα δικά μου. Είδα τις προάλλες μια εκπομπή που μιλούσαν για το «Ντάρι ντάρι» και τον ικαριώτικο και έλεγαν βλακείες.

Ο ικαριώτικος αλήθεια πώς γεννήθηκε;
Εκείνη την παλιά εποχή νησιώτικη μουσική στην Αθήνα παίζαμε μόνο εμείς, οι Κονιτοπουλαίοι. Και ήμασταν όλοι πάνω στο πάλκο. Τότε δουλεύαμε σε ένα μαγαζί με μεγάλη ιστορία, που λεγόταν Συντριβάνι και ήταν τέρμα Πατησίων. Εκεί έρχονταν, λοιπόν, όλοι οι νησιώτες για να γλεντήσουν. Μια μέρα έρχεται μια κοπέλα στον αδερφό μου τον Γιώργο και του λέει: «Κύριε Γιώργο, στην παρέα μας έχουμε ένα παιδί από την Ικαρία που παίζει βιολί. Θα τον αφήσετε να μας παίξει έναν δικό μας σκοπό; Τον Ικαριώτικο;» Ο αδερφός μου δέχτηκε με ευχαρίστηση. Σηκώθηκε λοιπόν ένα παλικάρι από την παρέα που το έλεγαν Νίκο. Ψηλός, γεροδεμένος, που το βιολί στα χέρια του ήταν παιχνιδάκι. Και άρχισε να παίζει έναν σκοπό με έναν τρόπο που δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι ακριβώς παίζει. Από το κομμάτι αυτό διακρίναμε μόνο τη ρυθμική αγωγή. Αυτό το παιδί ήρθε και ξαναήρθε πολλές φορές στο μαγαζί και είχαμε αναπτύξει μια καλή φιλία.
Ο αδερφός μου ο Γιώργος λοιπόν κατάφερε μέσα από αυτά που έπαιζε ο Νίκος (δεν ζει πια) να δημιουργήσει τον ικαριώτικο σκοπό με τίτλο «Η αγάπη μου στην Ικαριά». Ο ΓΙώργος κατάφερε να ερμηνεύσει τι ήθελε να παίξει το παλικάρι. Το έγραψε λοιπόν ο Γιώργος και έβαλε και στίχο και το ηχογραφήσαμε το ’73 σε μια δισκογραφική εταιρία που είχαμε ιδρύσει. Οι Ικαριώτες συνέχισαν να έρχονται στο Συντριβάνι και πλέον ζητούσαν ως ικαριώτικο αυτό που έγραψε ο αδερφός μου Γιώργος. Ικαριώτικο στην ουσία τον ονόμασαν οι ίδιοι οι κάτοικοι του νησιού και όχι εμείς. Μάλιστα το συγκεκριμένο τραγούδι μπήκε στον δίσκο με τον Γιάννη Πάριο «Νησιώτικα 1» που τραγούδησε τότε όλη η Ελλάδα με τίτλο «Η αγάπη μου στην Ικαριά – Ικαριώτικος». Ετσι γεννήθηκε το σπουδαίο αυτό τραγούδι. Απλά τη δεκαετία του ’90 βγήκε ένα οργανικό κομμάτι που ονόμασαν ικαριώτικο, που αυτό παίζεται στην αρχή και μετά οι μουσικοί κολλάνε πίσω και τον ικαριώτικο των Κονιτοπουλαίων.
Κάποια στιγμή έφτιαξες ένα τεράστιο κέντρο, το Γαλάζιο, στην Καυταντζόγλου και μετά ήρθε η οικονομική καταστροφή για σένα. Πώς συνέβη αυτό;
Αρχικά είχα πάρει την Καλύβα και ξεκινήσαμε με την Αγγελική και τη Νάσια, και γινόταν τότε πανικός. Το 1992 έφτιαξα το Γαλάζιο που πήγαινε σφαίρα. Στη συνέχεια ήρθε η Στέλλα, το 1995, που έκανε το μεγάλο σουξέ «Μα όπου και να πάω χάνομαι». Το μαγαζί ήταν πάρα πολύ ωραίο και ο κόσμος το αγάπησε. Είχα ρίξει πάρα πολλά λεφτά. Από τον Δήμο της Αθήνας τότε μου ζητούσαν για το μαγαζί θέσεις πάρκινγκ που εγώ δεν τις είχα. Υπήρχε λοιπόν ένα παράθυρο στον νόμο που έλεγε ότι μπορείς να τις αγοράσεις αυτές τις θέσεις και ο δήμος υποτίθεται ότι θα έφτιαχνε πάρκινγκ και θα μου τις έδινε στο μέλλον. Το πάρκινγκ αυτό δεν φτιάχτηκε ποτέ και τα λεφτά που είχα δώσει χάθηκαν. Είχα τεράστιο πρόβλημα γιατί κανείς δεν μπορούσε να παρκάρει και κάθε βράδυ υπήρχε συνέχεια Αστυνομία που έκοβε κλήσεις. Είχα δώσει εντολή εγώ στον πορτιέρη, μάζευε τις κλήσεις από τα αυτοκίνητα και την επόμενη μέρα πήγαινα και τις πλήρωνα εγώ για να μην πάρει κακή φήμη το μαγαζί. Αυτό με ανάγκαζε να βρω λύση, έριξα την Καλύβα και έφτιαξα το Γαλάζιο. Στο Γαλάζιο έφτιαξα εφτά υπόγεια πάρκινγκ, τα λεφτά κάπου τελείωσαν και εκεί έχασα τους κόπους μιας ζωής. Δεν με πειράζει όμως που έχασα αυτά τα λεφτά, αλλά ο τρόπος που τα έχασα. Εγινε μια μεγάλη απατεωνιά εις βάρος μου και έτσι έχασα το μαγαζί από την τράπεζα.
Πώς είναι ένας άνθρωπος που δούλευε μια ζωή να τα χάσει εν μια νυκτί όλα; Στενοχωρήθηκες;
Οχι. Εγώ θα στενοχωρηθώ μόνο αν δεν μπορώ να παίξω και να τραγουδήσω για τον κόσμο. Δεν το παίζω ήρωας, αλλά έτσι νιώθω. Αυτό με έκανε να αντιληφθώ πολλά. Ισως είχα «μπει» και σε κάποια αλαζονεία, ενώ με έκανε να αντιληφθώ ότι η αποστολή μου τελικά δεν είναι να έχω μαγαζιά και να το παίζω επιχειρηματίας. Εγώ δούλευα με την αγάπη του κόσμου. Αυτή με κρατάει και στη ζωή.
Εβαλες στο τραγούδι και τη δεκάχρονη κόρη σου, την Ειρήνη…
Η Ειρήνη είναι το νέο μέλος της οικογένειας που τραγουδάει. Αρχικά έδειξε τις δεξιότητές της στη ζωγραφική και μετά στον χορό. Στη συνέχεια, όταν την πήγαμε στους παραδοσιακούς χορούς, ξετρελάθηκε. Πλέον όταν μπαίνει στο αυτοκίνητο βάζει τραγούδια είτε της αδερφής μου Ειρήνης είτε δικά μου και τραγουδάει. Την ακούω και δεν χάνει νότα. Αυτή πιστεύω ότι θα είναι και η συνέχεια του Κονιτοπουλέικου!