Το εντυπωσιακό νυφικό που έφτιαξε μόνη της για να το φορέσει στον γάμο της με τον άντρα που ερωτεύτηκε λειτούργησε ως εφαλτήριο για την αξιοσημείωτη πορεία της στον χώρο της μόδας. Η Ρούλα Μανδέλου είναι η σχεδιάστρια που ντύνει αυτή τη στιγμή τις περισσότερες μεγάλες σταρ της πίστας (και όχι μόνο). Η ίδια, βέβαια, θα μπορούσε να είναι και μοντέλο – άλλωστε, λοξοδρόμησε κάποια στιγμή και προς αυτή την κατεύθυνση.
- Από τον Ηλία Μαραβέγια
Ομως, δεν έχασε τον δρόμο της, αφού η καρδιά της χτυπούσε δυνατά για τη μόδα από την εποχή που ήταν πιτσιρίκα και ζούσε στην Ελβετία. Μετά βρέθηκε στον τόπο καταγωγής της, την Πρέβεζα, και στη συνέχεια στην Αθήνα, όπου έκανε τελικά το όνειρό της πραγματικότητα: δημιούργησε το ατελιέ της, όπου δημιουργεί μοναδικά κομμάτια, και απέκτησε μια ευτυχισμένη οικογένεια.

Πώς βρεθήκατε οικογενειακώς στην Ελβετία;
Ο μπαμπάς μου, λίγο προτού φύγει μόνιμα στη Ζυρίχη, γνώρισε και ερωτεύτηκε τη μαμά μου σε έναν γάμο στην Πρέβεζα. Ετσι, ενώ έφυγε μόνος, όπως είχε κανονίσει, και η μαμά μου έμεινε πίσω, έπειτα από λίγες εβδομάδες επέστρεψε και την πήρε μαζί του στην Ελβετία. Εγώ και η αδελφή μου γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στη Ζυρίχη. Περάσαμε πολύ ωραία χρόνια εκεί. Μιλάμε για μια πόλη φανταστική, υπάρχει άλλη νοοτροπία, διαφορετική κουλτούρα. Και ασφάλεια, δεν σε πειράζει κανένας.

Μέχρι πότε έμεινες εκεί;
Μέχρι τα 14 μου χρόνια. Στο μεταξύ, βέβαια, είχε μπει στη ζωή μου η μόδα λόγω της μαμάς μου, που είναι μοδίστρα. Τότε, μάλιστα, ήταν από τις πιο καλές στη Ζυρίχη. Ημουν, θυμάμαι, το πολύ έξι ετών όταν άρχισα να πηγαίνω από πάνω της, παρατηρώντας πώς έραβε. Από τότε σκεφτόμουν να ακολουθήσω τα χνάρια της. Να φανταστείς, κάνα δυο χρόνια μετά, στα 8 μου, έπαιρνα ρούχα και τα μεταποιούσα. Επειδή κάποια δεν μου άρεσαν, έδινα οδηγίες στη μαμά μου να μου τα φτιάχνει όπως ήθελα.

Οταν ήρθατε μόνιμα στην Ελλάδα και μείνατε στην Πρέβεζα πώς ένιωσες; Δυσκολεύτηκες;
Ναι, πολύ. Καταρχάς, είχαμε πρόβλημα με τα ελληνικά μας και εγώ και η αδελφή μου. Δεν μπορούσαμε να γράψουμε σωστά, τα γράφαμε greeklish στην αρχή. Στη Ζυρίχη πηγαίναμε μια φορά την εβδομάδα σε ελληνικό σχολείο, αλλά εκεί μας μάθαιναν τραγούδια. Για τα υπόλοιπα, ό,τι μαθαίναμε στο σπίτι από τους γονείς μας. Εκεί, άλλωστε, απαγορεύονταν τα γερμανικά, δεν ήθελε ο μπαμπάς μου να τα μιλάμε. Μόνο ελληνικά μιλούσαμε στο σπίτι μας στην Ελβετία. Βέβαια, όλα τα χρόνια που μείναμε εκεί δεν είχε κοπεί η επαφή μας με την Ελλάδα, ερχόμασταν κάθε καλοκαίρι στην Πρέβεζα, ήταν και η γιαγιά εκεί, συγγενείς, φίλοι… Απλώς, όταν ήρθαμε μόνιμα τα βρήκαμε δύσκολα, πιο πολύ η αδελφή μου δηλαδή, που ήταν τότε 18 χρονών.

Στα εφηβικά σου χρόνια ήθελες να ασχοληθείς με το μόντελινγκ. Τι βήματα έκανες προς αυτή την κατεύθυνση;
Στα 15 μου, όταν κατάλαβα πως είμαι ψηλή και όμορφη (γελάει), είπα στη μαμά μου πως ήθελα να πάω στα καλλιστεία. Εκείνη αρχικά μου το απέκλεισε. Οσο για τον πατέρα μου, ούτε που να το ακούσει. Η αδελφή μου, όμως, είχε πάει σε διαγωνισμό ομορφιάς στην Ελβετία, παίρνοντας μάλιστα και τίτλο. Βέβαια, το είχε κάνει κρυφά από τον πατέρα μας, ο οποίος όταν το έμαθε δεν την άφησε να ασχοληθεί άλλο με το μόντελινγκ. Ετσι και με τη δική μου περίπτωση στην Πρέβεζα, έγινε χαμός. Εγώ, όμως, πήγα τελικά μαζί με τη μαμά μου, που στο μεταξύ την είχα πείσει να με αφήσει. Εκεί, αφού τα παρατήρησα όλα προσεκτικά και είδα πώς λειτουργούσε το σύστημα, κατάλαβα πως δεν ήταν για εμένα αυτός ο χώρος. Ηθελε μια άλλη τσαχπινιά, που εγώ δεν την είχα. Τα έβλεπα πιο αθώα τα πράγματα. Έτσι, παρόλο είχα περάσει τότε στις 30 για τα «Σταρ Ελλάς», δεν συνέχισα. Τηλεφώνησα στον πατέρα μου και του είπα «είχες δίκιο, δεν είναι αυτό για εμένα». Έφυγα λοιπόν, και δεν το μετάνιωσα ποτέ.

Και το σχέδιο μόδας;
Το είχα πάντα στο μυαλό μου να ασχοληθώ λόγω της μητέρας μου, αλλά επί της ουσίας όλο αυτό ξεκίνησε από τον γάμο μου, γιατί δεν έβρισκα νυφικό να φορέσω. Οταν γνώρισα τον άντρα μου, τον Γιώργο, και αποφασίσαμε να παντρευτούμε, μετακομίσαμε στην Αθήνα. Τότε μου είπε να πάω να διαλέξω το νυφικό μου. Εγώ πήγα παντού, αλλά δεν μπορούσα να βρω πουθενά αυτό που ήθελα, κάτι να με εκφράζει. Πάνω στα νεύρα μου, βάζω τα κλάματα και λέω του άντρα μου να κάνουμε πολιτικό γάμο. Παίρνω τηλέφωνο και τη μαμά μου να της το πω και εκείνη μου δίνει την ιδέα: «Τι αγχώνεσαι; θα το ράψουμε παρέα το νυφικό σου». Ετσι κι έγινε, πήρα τα υφάσματά μου και έγινε ένα νυφικό συγκλονιστικό. Μετά έραψα και τη μαμά μου, την αδελφή μου, τα παρανυφάκια, όλους. Ανεβάζοντας τις φωτογραφίες μας στο Instagram έγινε χαμός, με ρωτούσαν όλοι τίνος σχεδιαστή είναι το νυφικό και τα ρούχα.
Θυμάμαι, λίγο μετά τον γάμο, καθόμασταν με τον Γιώργο στο μπαλκόνι, με κοιτάζει και μου λέει «ξεκίνα να ασχολείσαι με τα ρούχα, το έχεις!» Εφτιαξα, λοιπόν τρία, τέσσερα φορέματα με όσα λεφτά είχα στην άκρη, που τα κέντησα μόνη μου με πέτρες, ανέβασα φωτογραφίες τους στο Instagram και τα πούλησα. Τότε αγόρασα άλλα υλικά και συνέχισα.

Με τον άντρα σου πώς γνωριστήκατε;
Ο Γιώργος (Ταχτσίδης) είναι πολλά χρόνια ο μετρ της Πάολας, από το 2001. Είχαν έρθει, λοιπόν, περιοδεία στην Πρέβεζα και η αδελφή μου, που είχε κλείσει πρώτο τραπέζι, μου είπε να πάω. Εγώ στην αρχή δεν ήθελα, γιατί είχα δουλειά την άλλη ημέρα. Παρ’ όλα αυτά, άλλαξα γνώμη την τελευταία στιγμή. Θυμάμαι, μάλιστα, ότι δεν είχα τίποτα να φορέσω και λίγη ώρα προτού βγω μεταποιήσαμε με τη μητέρα μου ένα μαύρο μάξι φόρεμα που υπήρχε στην ντουλάπα μου. Πήρα το ψαλίδι και του έκανα ένα σκίσιμο ψηλά, ενώ μπροστά το έφτιαξε η μαμά μου. Να μη σου τα πολυλογώ, έγινε ένα φόρεμα μαγικό. Κατεβαίνοντας τη σκάλα του μαγαζιού, είχε αέρα, και ο Γιώργος ήταν στην είσοδο. Με κοιτάζει, τον κοιτάζω, αυτό ήταν, τέλος! Πάω στην αδελφή μου, στο τραπέζι, και της λέω «ο άντρας μου είναι εδώ μέσα!» Ηταν έρωτας με την πρώτη ματιά και για τους δυο μας. Ηρθε και με ζήτησε από τον μπαμπά μου, αρραβωνιαστήκαμε πρώτα, μετά παντρευτήκαμε και στη συνέχεια ήρθαν και τα παιδιά μας. Ο Γιώργος είναι ο άνθρωπός μου, με βοήθησε πολύ και στο όραμά μου για τα ρούχα.

Ποια ήταν η πρώτη σου επώνυμη πελάτισσα, χάρη στην οποία άρχισε να μαθαίνει περισσότερος κόσμος τη δουλειά σου;
Η Πάολα, φυσικά. Είχα φτιάξει ένα πολύ ωραίο φόρεμα με αλυσίδες, το οποίο φόρεσε χωρίς πρόβα. Ταίριαξε αμέσως η χημεία μας. Την αγαπώ πολύ την Πάολα, γιατί είναι ο λόγος που γνώρισα τον Γιώργο. Είναι πολύ σημαντική για εμένα, με έχει βοηθήσει πολύ και στη δουλειά μου και στις ιδέες μου.

Ποιους celebrities έχεις ντύσει γενικότερα;
Πάρα πολλούς, άντρες και γυναίκες. Από τις πρώτες μου πελάτισσες ήταν η Νάιρα Αλεξοπούλου. Εχω ντύσει επίσης Κέλλυ Κελεκίδου, Αντζελα Δημητρίου, Καίτη Γαρμπή, Σάσα Μπάστα, Josephine, Σοφία Δανέζη, Μαριάννα Παπαμακαρίου, Χριστίνα Κολέτσα, Αναστασία, Βασιλική Νταντά, Ελενα Παπαρίζου, Δήμητρα Κατσαφάδου… Και άντρες, τους Θοδωρή Φέρρη, Νίκο Μακρόπουλο, Νικηφόρο, Νίκο Απέργη, τον Γιώργο Παπαδόπουλο, που είναι και κουμπάρος μας. Εχω ντύσει όμως και ξένες, όπως την Τέα Ταΐροβιτς, που είναι διάσημη τραγουδίστρια στη Σερβία.

Σκοπεύεις να κάνεις κάποιο fashion show;
Το θέλω, αλλά δεν νιώθω ακόμη έτοιμη ψυχολογικά. Διότι όταν γίνει ένα show, θέλω να είναι όπως πρέπει, όπως το έχω φανταστεί. Οχι να πετάξω πέντε ρούχα πάνω σε μια πασαρέλα, δεν μου αρέσει η προχειρότητα. Θέλω να υπάρχει μια ροή και να νιώθω ασφάλεια μέσα μου. Μόλις είμαι έτοιμη, θα το κάνω. Για την ώρα, είμαι πολύ καλά όπως είμαι, στο ατελιέ μου. Κάποιοι λένε «α, δεν είσαι σχεδιάστρια, αν δεν έχεις κάνει επίδειξη!» Δεν πειράζει, δεν τους ακούω. Δεν με ενδιαφέρει να κάνω επίδειξη απλώς για να δείξω στον άλλον τι είμαι. Δεν νιώθω την ανάγκη να ενταχθώ στο… σύστημα του fashion.

Εχεις δεχτεί κριτική ή αθέμιτο ανταγωνισμό από συναδέλφους σου;
Εχω ακούσει σχόλια, αλλά δεν με αγγίζουν. Ετσι είναι ο χαρακτήρας μου, κοιτάζω τη δουλειά μου, τον άντρα μου, τα παιδιά μου και φεύγω μπροστά. Δεν θα καθίσω να αναλωθώ σε μικρότητες. Η αλήθεια είναι πως όταν σηκώνεις σκόνη ενοχλείς. Αλλά να σου πω κάτι: το γήπεδο είναι για όλους, μπαίνουν μέσα, παίζουν και ο καθένας δείχνει την αξία του.

Πώς συνδυάζεις το απαιτητικό επάγγελμά σου με τον εξίσου απαιτητικό ρόλο της μητέρας;
Η αλήθεια είναι πως δεν κοιμάμαι και πάρα πολύ, αλλά τα καταφέρνω. Εχουμε τρία παιδιά με τον Γιώργο, είναι ο Βασίλης, η Αντιγόνη και ο Φανούρης. Είναι και τα τρία καταπληκτικά και πολύ συνεργάσιμα, με ακούνε, καταλαβαίνουν πως η μανούλα έχει δουλειά. Εχουν γνωρίσει, μάλιστα, όλους τους διάσημους πελάτες μου και χαίρονται.