Αν αναφέρεις στη νεολαία το όνομα Λάκης Τζορντανέλλι, είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν θα το έχει ακούσει, ούτε ίσως να γνωρίζει αν είναι ηθοποιός ή τραγουδιστής. Οταν όμως αναφέρεις μερικές από τις τεράστιες επιτυχίες του όπως «Το κορίτσι του φίλου μου», «Μαρία Μανταλένα», «Τζένγκις Χαν» και τόσα άλλα, σίγουρα κάποιοι νέοι τα έχουν σιγοτραγουδήσει, επειδή μερικά από αυτά οι γονείς τους ακόμα και σήμερα τα τραγουδούν και τα χορεύουν μετά μανίας.
- Από τον Νίκο Νικόλιζα
Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη το 1948, ο κατά κόσμον Μανώλης Ιορδανόπουλος, κατάφερε να κάνει μια καριέρα που δύσκολα βρίσκεις αντίστοιχη εκείνη την περίοδο με τόσο μεγάλες επιτυχίες. Σε μια σπάνια εξομολόγησή του σήμερα ο σπουδαίος καλλιτέχνης για πρώτη φορά μιλάει για όσα δραματικά βίωσε στην παιδική ηλικία στην Κωνσταντινούπολη από τους Τούρκους, τις τραγικές ημέρες που έζησε με την υγεία του κολλητού του Ρόμπερτ Ουίλιαμς, για το θαύμα που έζησε όταν παρακάλεσε τον Θεό Μεγάλη Παρασκευή να τον κάνει καλά, αλλά και για το ξύλο που έπεφτε μεταξύ της Κατερίνας Στανίση και του πρώην συζύγου της και γιου της κουμπάρας του Ρίτας Σακελλαρίου. Μια συνέντευξη που την απολαμβάνεις σε κάθε φράση που λέει ο σπουδαίος καλλιτέχνης!
Γέννημα θρέμμα Κωνσταντινούπολης. Πώς ήταν η ζωή στην Πόλη;
Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Πόλη. Μέχρι και τα δεκαοχτώ χρόνια μου ζούσα εκεί. Ηταν τόσο αγνά τα πράγματα εκείνη την εποχή που τα θυμάμαι όλα με νοσταλγία. Εμείς, τα Ελληνόπουλα, μαζευόμασταν καθημερινά μετά το σχολείο κοντά στο σπίτι μας, σε ένα στενό, και πηγαίναμε σινεμά. Θυμάμαι που όλα τα Ελληνόπουλα κάποια στιγμή αποφασίσαμε να ντυθούμε το ίδιο. Ετσι, πήγαμε και ράψαμε μπορντό πουκάμισα βελούδο και βγαίναμε όλοι βόλτα στον Βόσπορο. Σχολείο πήγα στον Αγιο Κωνσταντίνο της Πόλης, που ήταν κοντά στο σπίτι μας, και μετά πήγα στο Ζωγράφειο.
Οι Τούρκοι απέναντί σας πώς συμπεριφέρονταν;
Επειδή δεν κάναμε παρέες με Τούρκους, δεν είχαμε και διενέξεις. Αν και ήταν όμορφα τα χρόνια εκείνα, εγώ μέσα μου είχα καημό να φύγω από την Πόλη και να πάω στο εξωτερικό. Κάποια στιγμή λέω στο αφεντικό μου, που δούλευα πιτσιρικάς στο μαγαζί του: «Τάσο, εγώ δεν θέλω να πάω φαντάρος στην Τουρκία και να υπηρετώ τον τουρκικό στρατό». Μου λέει: «Κάτσε εδώ και θα είσαι με μένα κάθε μέρα έξω». Σκέψου ότι ήδη είχα αρχίσει να κάνω καριέρα στην Τουρκία. Τραγουδούσα στα κέντρα ιταλικά τραγούδια και με έβγαλαν σε ένα κατάμεστο αμφιθέατρο με το κοινό να με καταχειροκροτά. Τραγουδούσα κυρίως ιταλικά, ισπανικά και γαλλικά τραγούδια.
Την Αγία Σοφιά εσείς πώς τη θυμάστε;
Με νοσταλγία και θλίψη για το πώς ο ναός μνημείο των απανταχού ορθοδόξων έγινε τζαμί.

Γιατί φύγατε από την Πόλη;
Εζησα κάποιες δύσκολες ή, αν θες, περίεργες καταστάσεις ως παιδί. Το 1955 ήμουν επτά χρονών παιδάκι και πήγαινα στην πρώτη δημοτικού. Το προηγούμενο βράδυ οι Τούρκοι είχαν σπάσει όλη τη γειτονιά που μέναμε Ελληνες. Είναι τα λεγόμενα Σεπτεμβριανά. Στα σπίτια μας είχαμε σκουρόχρωμες κουρτίνες και μόλις αντιληφθήκαμε τι συνέβαινε τις κατεβάσαμε για να μη φαίνεται το φως. Θυμάμαι ένα τσούρμο από Τούρκους που είχε σημαίες της Τουρκίας και ρόπαλα να μας χτυπά την πόρτα και να φωνάζει «ανοίξτε ανοίξτε». Τότε εγώ στο πλατύσκαλο του σπιτιού μας είδα να έχει ο πατέρας μου δύο τεράστια μαχαίρια έτοιμα για παν ενδεχόμενο. Η πόρτα μας ήταν τεράστια, σιδερένια, και πίσω είχε αμπάρες που την κρατούσαν. Ηταν τόσο το μένος των Τούρκων που ήταν έτοιμοι να την γκρεμίσουν. Ευτυχώς, απέναντι κάποιοι Τούρκοι γείτονες βγήκαν και τους είπαν ότι στο σπίτι που ζούσαμε έμεναν Τούρκοι. Και έτσι τη γλιτώσαμε. Δεν ήταν όλοι οι Τούρκοι το ίδιο. Αυτοί που έδιωξαν τότε τους Ελληνες από τις τουρκικές συνοικίες είχαν έρθει από τα βάθη της Ανατολής. Ηταν άγριοι άνθρωποι, ακοινώνητοι και οτιδήποτε ελληνικό το έσπαζαν. Από ταμπέλες ελληνικές, μέχρι εκκλησίες, νεκροταφεία, μαγαζιά, σπίτια, τα πάντα. Δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Εκείνη την περίοδο ζούσαμε με τον φόβο αν θα ήμασταν ζωντανοί ή νεκροί την επόμενη μέρα.

Το πραγματικό σας όνομα δεν είναι Τζορντανέλλι…
Είναι Ιορδανόπουλος. Ενας φίλος στην Πόλη έψαχνε να μου βρει ονόματα και μου έδωσε το Τζορντανέλλι, επειδή έλεγα ιταλικά τραγούδια. Γι’ αυτό όταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα όλοι νόμιζαν ότι είμαι Ιταλός.
Ξέρετε, δηλαδή, αρκετές γλώσσες!
Να πω την καθαρή μου αλήθεια, δεν ξέρω τις γλώσσες. Μόνο τα τραγούδια που τραγουδάω ξέρω. Αν πάω στην Ιταλία, δεν ξέρω να συνεννοηθώ (γέλια).

Συνέβη κάτι και φύγατε από την Πόλη;
Από την Πόλη έφυγα εντελώς μόνος. Θυμάμαι τον πατέρα μου που μου έδωσε αρκετά χρήματα και μου είπε να τα τυλίξω με το σακάκι μου και να το βάλω να κοιμηθώ, για να μην τα βρουν και μου τα πάρουν. Πρώτα ταξίδεψα με το τρένο στη Γερμανία, στη θεία μου, και από εκεί πήγα στην Αθήνα. Το πρώτο μου σπίτι ήταν στη Δάφνη. Είχα ένα αρμόνιο, μια μικροφωνική μέσα στο σπίτι και ανοιχτά τα παράθυρα. Και ο κόσμος απέξω καθόταν να με ακούσει και με χειροκροτούσε.
Ξαναγυρίσατε ποτέ πίσω εκεί που γεννηθήκατε;
Επέστρεψα με τη γυναίκα μου και την κόρη μου. Πήγαμε στην εκκλησία που βρισκόμασταν κάθε Κυριακή, στον Αγιο Κωνσταντίνο, πέρασα από το σχολείο που πήγαινα, αλλά το είχαν κάνει ίδρυμα για φτωχά παιδιά. Ομως, έχουν αλλάξει τόσο πολύ όλα που δεν μπόρεσα να αναγνωρίσω το σπίτι που έμενα. Ενιωσα τρομερή συγκίνηση όταν ξαναπήγα. Το μόνο πράγμα που με ικανοποίησε ήταν πια τα φαγητά τους. Τίποτα άλλο.

Η συνέχεια της εξομολόγησης του Λάκη Τζορντανέλλι είναι συγκλονιστική, με τον ίδιο να μιλά για το «φευγιό» από καρκίνο του «αδελφού» του Ρόμπερτ Ουίλιαμ και τις τελευταίες στιγμές του, για το πόσο τού στάθηκε εκείνος στη δική του περιπέτεια υγείας και το θαύμα που έζησε μια Μεγάλη Παρασκευή…
Στην Ελλάδα, όταν ήρθατε, ποιος σας βοήθησε;
Κανένας. Μόνος μου τα κατάφερα. Είχα κάνει επιτυχία τότε «Το κορίτσι του φίλου μου» και είχα δημιουργήσει ένα συγκρότημα. Με είχαν καλέσει σε έναν χορό του Ολυμπιακού.
Το τραγούδησα το συγκεκριμένο τραγούδι εκείνο το βράδυ πάνω από δέκα φορές. Τότε κατάλαβα, λοιπόν, ότι έχω ήδη αρχίσει να κάνω επιτυχία. Οταν διαλύθηκε το συγκρότημά μου, πήγα μαζί με ένα εξαιρετικό συγκρότημα, τους Τζούνιορς, που έκαναν τρελή επιτυχία. Ετσι άρχισα να καθιερώνομαι. Το ’75 πήγα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και πήρα το βραβείο. Επεσε όλο το Παλαί Ντε Σπορ.

Με τον Ρόμπερτ Ουίλιαμς από τότε ήσασταν φίλος;
Ναι, από τότε αυτοκόλλητοι. Σαν αδέρφια.
Οταν «έφυγε», πώς νιώσατε;
Ο Ρόμπερτ ήταν ένα κομμάτι από τη ζωή μου. Ηταν ένα παιδί που ήταν σε όλα μέσα. Κάναμε στενή παρέα, βγαίναμε με γκόμενες, παντού μαζί. Οταν βγαίναμε, πηγαίναμε σε όλα τα κλαμπ και όλα τα μπουζούκια. Και γινόταν πανζουρλισμός. Μετά με τον Ρόμπερτ και τον Γιώργο Πολυχρονιάδη κάναμε το δικό μας γκρουπ που σαρώσαμε Ελλάδα και εξωτερικό, γιατί ο καθένας είχε το δικό του στιλ. Με τον Ρόμπερτ ήμασταν μαζί 22 ολόκληρα χρόνια. Μια ζωή δηλαδή.
Πώς αντιμετωπίσατε την αρρώστια του;
Οταν το έμαθα από τον ίδιο, κόντεψε να μου πέσει το ακουστικό από το χέρι. Με πήρε τηλέφωνο και μου είπε: «Λάκη, κάθεσαι; Εχω καρκίνο». Και άρχισε να κλαίει για ώρα με λυγμούς. Δεν τράβηξε πολύ. Μόλις μέσα σε τρεις μήνες τον έλιωσε ο καρκίνος. Ενα κόκαλο είχε μείνει. Επιανες το χέρι του και ήταν σαν να πιάνεις ένα κόκαλο. Τον είδα μια εβδομάδα προτού πεθάνει. Αυτό που είδα δεν ήταν ο Ρόμπερτ. Σου το λέω και τρέμω από συγκίνηση. Μου έρχεται η όψη του, όπως καθόταν στην καρέκλα, σκεπασμένος με μια κουβέρτα και όταν τον αντίκρισα νόμιζα ότι έβλεπα ένα θρίλερ. Τα μαλλιά του όλα είχαν φύγει και είχε μείνει σκιά του εαυτού του. Οταν έφευγα από το σπίτι, πήγα και τον φίλησα μπροστά στο μέτωπο. Σήκωσε το χέρι του και με σταύρωσε, ψελλίζοντας κάτι. Επειτα από μια εβδομάδα άκουσα στην τηλεόραση ότι πέθανε ο Ρόμπερτ στον ύπνο του. Τρελάθηκα. Γιατί ο Ρόμπερτ ήταν η βάση στο δικό μας γκρουπ. Υστερα από εκεί και πέρα διαλυθήκαμε.

Ο Ρόμπερτ σάς στάθηκε στο δικό σας θέμα που είχατε με την υγεία σας;
Μου στάθηκε σαν αδερφός. Ο Ρόμπερτ έτρεξε στο υπουργείο Πολιτισμού για να μου βγάλει τιμητική σύνταξη. Μου στάθηκε στο νοσοκομείο με το ανεύρυσμα που έπαθα. Να φανταστείς εκείνος με τάιζε στο στόμα.
Πόσο δύσκολες ήταν οι στιγμές με το ανεύρυσμα που πάθατε;
Τραγικές στιγμές. Σκέψου ότι το αριστερό χέρι ήταν νεκρό. Το ίδιο και το πόδι. Το ίδιο και το μισό μέρος από το κεφάλι μου.
Πιστεύετε στον Θεό;
Τον Θεό τον έχω μέσα μου. Και θα σας πω κάτι που έζησα: ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Η κόρη μου μόλις είχε γεννηθεί. Τότε είχα πάθει το ανεύρυσμα και έκανα την εγχείρηση. Το χέρι μου ήταν παράλυτο. Ερχονταν τότε σπίτι φυσιοθεραπευτές και μου έκαναν σπίτι τις θεραπείες. Ηταν Μεγάλη Παρασκευή και χτυπούσε η καμπάνα πένθιμα. Κοιτάζω στον ουρανό και λέω: «Χριστέ μου, κάνε με να σηκώσω το χέρι μου». Σε πληροφορώ κάνω έτσι και σηκώνω το χέρι μου ψηλά, σαν να μην είχε παραλύσει ποτέ. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα ούτε να το κουνήσω. Για να ανοίξω την πόρτα, έβαζα το άλλο χέρι στο πόμολο. Επανήλθα από την κόλαση!

Φοβηθήκατε ότι δεν θα ξανατραγουδήσετε;
Σε έναν τραγουδιστή το μόνο που μένει είναι η φωνή. Αν του φύγει και αυτό, πέθανε. Εγώ άρχισα να τραγουδάω ύστερα από έναν περίπου χρόνο. Απλώς ταλαιπωρήθηκα. Και είπα στον εαυτό μου, αν πάθω κάτι, θέλω να πεθάνω πάνω στην πίστα και με χειροκρότημα του κόσμου.
Ο κόσμος πώς θέλετε να σας θυμάται;
Θέλω να με θυμάται σαν φίλο του. Είδα όλα αυτά τα χρόνια την αγάπη του κόσμου και με συγκινεί κάθε φορά που βλέπω αυτόν τον κόσμο να με χειροκροτάει με τόσο πάθος.
Η νέα γενιά σάς σέβεται;
Λίγο. Είναι πολλοί νέοι τραγουδιστές που δεν με ξέρουν. Αλλά ξέρουν τα τραγούδια μου. Σε αυτό παίζει ρόλο και η τηλεόραση, που βγάζει πλέον μόνο τα νέα παιδιά και όχι μαζί κι εμάς. Αυτό έχει κάνει ζημιά στη νεολαία, όπως και η τραπ μουσική.
Θα τραγουδούσατε με κάποιον που τραγουδάει τραπ;
Οχι. Θεωρώ ότι αυτή η μουσική κάνει ζημιά στη νεολαία. Ηδη έχει κάνει ζημιά αυτή η μουσική. Εμείς, τότε, είχαμε πρότυπα όπως ο Αζναβούρ!
Και από νέες φωνές, σε ποιους θα δίνατε το χέρι;
Υπάρχουν ωραίες φωνές, κυρίως σε λαϊκό στιλ όπως είναι ο Οικονομόπουλος και ο Αργυρός. Αλλά όταν έχεις δουλέψει με τον Πάριο, με τον Νταλάρα, με Διονυσίου, με την κουμπάρα μου τη Ρίτα Σακελλαρίου, καταλαβαίνεις ότι η σύγκριση είναι ανόμοια!
Σας πάντρεψε η Ρίτα;
Ναι. Μαγκάκι από τα λίγα. Μου λέει στα καμαρίνια του κέντρου: «Εγώ θα σε παντρέψω και θα σου περάσω και το στεφάνι μέχρι κάτω, στα μάτια, και ας με βρίσει ο παππάς». Τότε ήθελε η Τζένη Βάνου να με παντρέψει, αλλά είχα δώσει τον λόγο μου στη Ρίτα.
Τι άνθρωπος ήταν η Ρίτα;
Ανοιχτόκαρδος. Θυμάμαι μια φορά μου λέει: «Ελα δω, ρε. Κάτσε κάτω. Βλέπεις το στήθος μου;» «Το βλέπω, Ρίτα» της λέω. Και με ρωτάει: «Εχεις ξαναδεί σε τέτοια ηλικία τέτοιο στήθος;» Της απαντάω: «Μπράβο, ρε Ριτάρα, αλλά πώς το κρατάς έτσι;» Και άρχισε να γελάει περήφανα. Η Στανίση ήταν η νύφη της. Είχε παντρευτεί τον γιο της Ρίτας, τον Τάκη, που ήταν και το αφεντικό του μαγαζιού. Μιλάμε για τρέλα. Πλακώνονταν άγρια η Κατερίνα και ο Τάκης. Επεφτε πολύ ξύλο… Καλό παιδί ο Τάκης, αλλά είχε και αυτός τα δικά του!
Πρόσφατα αποκτήσατε και εγγονάκι!
Την περασμένη Κυριακή το βαφτίσαμε. Του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μου. Το λατρεύω!
Η Ελλάδα δηλαδή απέκτησε έναν νέο Λάκη Τζορντανέλλι;
Μακάρι να προλάβω να τον δω να τραγουδάει και να τον χειροκροτήσω!