Σε ελληνικά χέρια πέρασαν οι τέσσερις από τις εφτά κατοικίες του ιστορικού ακινήτου της Κηφισιάς που ανήκε στην «απαγορευμένη» σύζυγο του βασιλιά Αλέξανδρου της δυναστείας των Γλύξμπουργκ, Ασπασία Μάνου, με πολλούς ξένους επενδυτές που ζουν στη χώρα μας να έχουν ήδη εκδηλώσει έντονο ενδιαφέρον για την απόκτηση όσων έχουν απομείνει απούλητες!

Σύμφωνα με όσα αποκάλυψε ο επικεφαλής της εταιρίας Hellenic Properties, Ερρίκος Αρώνες, στο περιθώριο της πρόσφατης παρουσίασης του πρότζεκτ «The Heritage», ήδη το 60% της πρώην βασιλικής θερινής κατοικίας της «κοινής θνητής» με καταγωγή από το Φανάρι, η οποία τάραξε τα νερά του πρωτοκόλλου, έχει πωληθεί σε Ελληνες αγοραστές, ενώ ζήτημα χρόνου είναι να αλλάξει χέρια και το εναπομείναν ποσοστό του ακινήτου. Οπως ανέφερε ο ίδιος, για την ανακαίνιση της πρώην βασιλικής κατοικίας χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια, με το ένα εξ αυτών να αφορά την απόκτησή του και τα υπόλοιπα τρία χρόνια την κατασκευή του, ενώ το συνολικό κόστος της επένδυσης ανήλθε σε 13.500.000 ευρώ.

Για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε η εταιρία στο εν λόγω έργο ο επικεφαλής της επισήμανε ότι η σημαντικότερη ήταν η αύξηση του κόστους των υλικών, τα οποία ανέβηκαν κατά 30%, και το γεγονός ότι το κτίριο χρειάστηκε στατικές ενισχύσεις πρωτοφανούς χαρακτήρα. Πρόσθεσε, δε, ότι η εταιρία προτίμησε να διατηρήσει τον ιστορικό χαρακτήρα της κατοικίας της Ασπασίας Μάνου και γι’ αυτόν τον λόγο δεν προχώρησε σε κατεδάφιση του ακινήτου, ενώ εξετάζονται ήδη στην Κηφισιά ευκαιρίες με παρόμοια χαρακτηριστικά.
Η κόρη χωροφύλακα
Αναφερόμενος, τέλος, στα υπόλοιπα πρότζεκτ της εταιρίας, ο κ. Αρώνες δήλωσε ότι το πράσινο κτίριο γραφείων Mob 1 στο Μαρούσι βρίσκεται στα μπετά και στην τοποθέτηση της πλάκας, ενώ το Mob 2 βρίσκεται στις αντιστηρίξεις. Τέλος, το ακίνητο της Συγγρού θα μετατραπεί σε επιπλωμένα διαμερίσματα. Η Ασπασία Μάνου ήταν αστή, κόρη συνταγματάρχη της Χωροφυλακής, την οποία ερωτεύτηκε παράφορα ο βασιλιάς Αλέξανδρος, δευτερότοκος γιος του Κωνσταντίνου Α’. Η γνωριμία τους έγινε τον Ιανουάριο του 1915, αλλά ο Αλέξανδρος έπρεπε να περιμένει έως το 1918, όταν την ξαναείδε, μετά τις σπουδές της στην Ελβετία.

Σύμφωνα μάλιστα με όσα έχουν γραφτεί, η Ασπασία δεν μαγεύτηκε αμέσως από τη θέση και τη γοητεία του Αλέξανδρου, αλλά χρειάστηκε εκ μέρους του σημαντική προσπάθεια. Τελικά, το ζευγάρι παντρεύτηκε τον Νοέμβριο του 1919, παρά τις αντιρρήσεις του παλατιού, σε μια μοργανατική τελετή, που δεν έχαιρε δηλαδή της στήριξης και της αναγνώρισης του βασιλικού οίκου. Και τούτο γιατί το παλάτι και, κυρίως, η μητέρα του 26χρονου Αλέξανδρου, Σοφία, προόριζε τον νεαρό βασιλέα για κάποια γαλαζοαίματη από το εξωτερικό, με προφανή στόχο τη δημιουργία συμμαχιών με κάποια ευρωπαϊκή χώρα και την ενίσχυση των δεσμών με τις υπόλοιπες βασιλικές οικογένειες. Η κατάληξη του γάμου δεν ήταν διόλου καλή, όχι γιατί ο Αλέξανδρος μετάνιωσε για την επιλογή του, αλλά γιατί το νήμα της ζωής του κόπηκε αρκετά νωρίς και απότομα, τον Οκτώβριο του 1920, όταν πέθανε ύστερα από δάγκωμα μαϊμούς στην προσπάθειά του να σώσει τον σκύλο του στο Τατόι.

Η μοίρα της Ασπασίας Μάνου ήταν να παραμείνει «παρείσακτη», όπως και της κόρης της, πριγκίπισσας Αλεξάνδρας, την οποία είχε φέρει στον κόσμο τον Απρίλιο του 1921. Ομως, ο γάμος αναγνωρίστηκε έναν χρόνο αργότερα από τη βασίλισσα Σοφία και τον άντρα της, βασιλιά Κωνσταντίνο, με την Αλεξάνδρα να αποκτά το τίτλο της πριγκίπισσας και του νόμιμου τέκνου του Αλέξανδρου. Ωστόσο, δεν είχε δικαίωμα στον θρόνο, ήταν η μόνη ελληνικής καταγωγής γόνος της δυναστείας των Γλύξμπουργκ και της αποδόθηκε ο τίτλος «ΑΒΥ πριγκίπισσα της Ελλάδας και της Δανίας». Παντρεύτηκε τον Πέτρο Β’ της Γιουγκοσλαβίας το 1944, έναν χρόνο προτού ο Τίτο καταργήσει τη μοναρχία, και έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 71 χρόνων στο Σάσεξ της Αγγλίας. Ως ακόμα ένα δείγμα αναγνώρισης από την τέως βασιλική οικογένεια, τάφηκε στο Τατόι.