«Ο Θανάσης Παπαδάς αφηγείται το ταξίδι του από τα βινύλια στους αμπελώνες & στο Green Theater». Αυτός είναι ο τίτλος της αυτοβιογραφίας ενός ανθρώπου που θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει και ταινία για το σινεμά.
- Από τον Ηλία Μαραβέγια
Δυσκολίες, έρωτες, μίση, πάθη, ίντριγκες, απειλές, κίνδυνοι, επιτυχίες, εμπόδια, απογοητεύσεις, τραγούδια και ένας πρωτοσέλιδος έρωτας με την ηθοποιό Ειρήνη Βελιμαχίτη, που λίγο έλειψε να καταλήξει σε τραγωδία το μακρινό 2001, συνθέτουν το παζλ της ιστορίας μιας περιπετειώδους, συναρπαστικής ζωής, που αποτελεί παράλληλα ντοκουμέντο πολιτιστικής μνήμης του τόπου μας. Στις 304 σελίδες της αυτοβιογραφίας του, που είναι αφιερωμένη στη μνήμη των γονιών του, Δημήτρη και Βασιλείας, ο Θανάσης Παπαδάς πιάνει το νήμα της ζωής του από τις παράγκες και τα προσφυγικά του Περιστερίου, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε.

Χρόνια δύσκολα που όμως τον «ατσάλωσαν πολιτικά και κοινωνικά», όπως γράφει στο βιβλίο του. «Γεννήθηκα τον Νοέμβριο του 1948, στις παράγκες της Ευαγγελίστριας στο Περιστέρι. Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς έστειλαν τον πατέρα μου, κυνηγημένο για τη δράση του στον ΕΛΑΣ, στο ΣΤ’ Σύνταγμα Πεζικού Κορίνθου, φαντάρο στη Μακρόνησο. Ελειπε από το σπίτι τέσσερα σχεδόν χρόνια. Φτώχεια και κυνηγητά από την Ασφάλεια κ.λπ. για τη μόλις 18χρονη μάνα μου. Αυτή ήταν προσφυγοπούλα με καταγωγή από τη Σμύρνη.

Το 1949 με πήρε και πήγαμε για σιγουριά και μια καλύτερη ζωή στο χωριό του πατέρα μου στον Κοντόσταυλο Κορινθίας (όπως ονομάζονταν τότε οι Αρχαίες Κλεωνές) κοντά στον παππού μου Θανάση και τη γιαγιά Κωνσταντίνα. Δυο υπέροχους, πάντα χαμογελαστούς αγρότες που μας υποδέχτηκαν με αγάπη και μας αγκάλιασαν ζεστά, όπως εξάλλου και όλο το χωριό» περιγράφει λιτά και γλαφυρά ο συγγραφέας που, όμως, δεν έμεινε πολύ καιρό εκεί, καθώς η μητέρα του δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στην αγροτική ζωή. Η αδυναμία του στο ωραίο φύλο φάνηκε νωρίς. Από μικρός είχε μεγάλη πέραση στις γυναίκες. Μοιραία οι κατακτήσεις του ήταν πολλές. Η γλυκιά Βαρβάρα, η νεαρή φιλόλογος, η Αννα και τόσες άλλες… Δεν μπορούσε να αντισταθεί στην ομορφιά. Ισως γι’ αυτό και βρέθηκε και παντρεμένος στα καλά καθούμενα.
«Στα εφηβικά μου χρόνια έμπλεξα. Ημουν παιδί. Εμφανίστηκε στο Περιστέρι μια μάνα με τρία κορίτσια και έναν άρρωστο σύζυγο. Η μεγάλη της κόρη ήταν όμορφη, ξανθιά με γαλανά μάτια και άσπρο δέρμα. Μπερδεύτηκα με εκείνο το κορίτσι, και βρέθηκα ξαφνικά, πριν καν γίνω 16 χρονών, στην Κέρκυρα. Με παραμύθιασε η μάνα της με πλούτη και θεαματικές εξελίξεις στη ζωή μας. Σε έξι μήνες “τακτοποίησε” τα χαρτιά, με περίεργες μεθόδους, και παντρεύτηκα την κόρη της. Δεν θα πω ότι δεν έτρεφα κάποια συναισθήματα για εκείνο το κορίτσι, αλλά όλα ήταν πρωτόγνωρα και μπερδεμένα» σημειώνει.
Παντρεμένοι πια, ο ίδιος και η πρώτη του γυναίκα (στο βιβλίο δεν αναφέρει από επιλογή ούτε καν το μικρό της όνομα) έφυγαν από την Κέρκυρα και επέστρεψαν στο Περιστέρι, με τη σχέση τους να καταστρέφεται στο πέρασμα του χρόνου, αργά αλλά σταθερά. «Την ηθική της την τσαλάκωσε όσο ήμουν στρατιώτης. Ούτε το όνομά της δεν θέλω να πω. Εγώ τα έμαθα και ενοχλήθηκα μέχρι “τρέλας”. Μην ξεχνάμε πως είμαι λαϊκό παιδί. Γκομένισε και με απάτησε αρκετές φορές και μάλιστα μέσα στο στενό μου περιβάλλον. Δεν ήθελα ούτε να την κοιτάζω στα μάτια. Ενιωθα πως πλήττεται όλος ο εγωισμός μου. Απατημένος, πληγωμένος, τσαλακωμένος, προσβεβλημένος. Ο,τι έχει να κάνει με την αξιοπρέπεια ενός νέου άντρα. Απαξ και συμβεί κάτι τέτοιο, ο νέος άντρας αισθάνεται ένα τίποτα. Παρ’ όλα αυτά έμεινα μαζί της γιατί είχαμε δύο παιδιά και, αν και καταλάβαινε πως εγώ είμαι πια ήδη αλλού, αυτή συνέχισε να με εκμεταλλεύεται. Τελικά και μαζί και χώρια συμπορευτήκαμε για τριάντα χρόνια, με προσωπικές διαφορετικές ζωές και τέσσερα παιδιά» γράφει.
Δισκογραφία και εκδόσεις
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του παρουσιάζεται λεπτομερώς ο σημαντικός ρόλος του Θανάση Παπαδά στη διάδοση της δισκογραφίας στην Ελλάδα. Στα 24 του χρόνια, το 1972, άνοιξε το πρώτο του δισκάδικο στον Αγιο Αντώνιο, στο Περιστέρι, για να εξελιχθεί σταδιακά σε έμπορο χονδρικής δίσκων, καταφέρνοντας να κάνει τα 400 σημεία πώλησης να γίνουν περί τα 2.500 μέσα σε μία δεκαετία. «Αυτό έγινε γιατί διέσχιζα όλη την Ελλάδα με τα φορτηγά για δέκα χρόνια, από το 1975» αναφέρει. Το 1992 δημιούργησε τις Μουσικές Εκδόσεις Παπαδάς και την Ανοδο. Με την κασετίνα «1.000 χρόνια Αγιον Ορος», το 1996, ήταν εκείνος που έβαλε στα δισκάδικα και τα βιβλιοπωλεία τη βυζαντινή ψαλτική τέχνη του Αθω.
Στη διαδρομή του στη δισκογραφία γνώρισε τεράστιες προσωπικότητες του χώρου. Παραγωγούς, καλλιτέχνες, δημιουργούς. Συχνά μνημονεύει στο βιβλίο του τον Τάσο Φαληρέα, που τον ενέπνευσε να μπει δυναμικά στο εμπόριο δίσκων, τον Αλέκο Πατσιφά και τον Κυριάκο Μαραβέλια, που τον εμπιστεύτηκαν και του γνώρισαν όλη την ελληνική διανόηση, ποιητές, συγγραφείς, στιχουργούς, και φυσικά όλους τους μεγάλους Ελληνες συνθέτες και τραγουδιστές. Στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού ο Θανάσης Παπαδάς συναντήθηκε και έκανε παρέα με τους Νίκο Παπάζογλου, Αντώνη Βαρδή, Μάνο Χατζιδάκι, Θάνο Μικρούτσικο, Ακη Πάνου, Ηλία Ανδρεόπουλο, Χρήστο Νικολόπουλο, Βαγγέλη Κορακάκη και τόσους άλλους.

Φίλοι του καλοί ήταν επίσης ο Χρήστος Τσάγκας και η Αννα Φόνσου, ενώ -όπως σημειώνει στα γραφόμενά του- γνώριζε από μικρός (λόγω καταγωγής από το Περιστέρι) και τους Σωτηρία Μπέλλου, Γρηγόρη Μπιθικώτση, Ζωή Φυτούση, Αντώνη Ρεπάνη, Μπάμπη Μπακάλη, Γιάννη Πουλόπουλο, Βίκυ Μοσχολιού Τόλη Βοσκόπουλο. Οσο για τον Μίκη Θεοδωράκη, υπήρξε σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή του και λόγω πολιτικών πεποιθήσεων και λόγω της συνεργασίας τους στη δισκογραφία, καθώς στα 90s ο Μίκης τού έδωσε την άδεια να κυκλοφορήσει 15 μεγάλα έργα του που είχε ηχογραφήσει στην περίοδο της χούντας.
Το θρίλερ του Οκτωβρίου 2001
Η γνωριμία του Θανάση Παπαδά με την ηθοποιό Ειρήνη Βελιμαχίτη έμελλε να αλλάξει τη ζωή του. Για εκείνον, όπως λέει και στις σελίδες του βιβλίου του, ήταν δίπλα του σε όλα. «Οι βαριές αναμνήσεις ξεκινούν αφού γεννήθηκαν τα παιδιά μας το 2002 και το 2003. Ταξίδια, εκδρομές, τραπέζια με φίλους, φαγητά νόστιμα, μουσική, βράδια παρέα με φίλους μας να κοιτάμε τον ουρανό και να φιλοσοφούμε, δυσκολίες, δικαστήρια, μοναξιά, πόνος, προδοσία. Σε όλα ήταν δίπλα μου η Ειρήνη. Βρήκα όντως τη στεριά μου» αναφέρει.

Στις 23 Οκτωβρίου του 2001 το ζευγάρι έμελλε βιώσει τον απόλυτο εφιάλτη. Ηταν η νύχτα που συνέβησαν τα γεγονότα με την πρώην γυναίκα του και τους μπράβους που πήγαν να τους σκοτώσουν, με τους ίδιους να γλιτώνουν παρά τρίχα τον θάνατο και την ιστορία τους να γίνεται πρώτο θέμα παντού: εφημερίδες, δελτία ειδήσεων, τηλεοπτικές εκπομπές. Βρίσκονταν σε ένα φιλικό σπίτι στο χωριό, τις Κλεωνές, και παρακολουθούσαν τον ποδοσφαιρικό αγώνα του Ολυμπιακού με τη Μάντσεστερ. Στο ημίχρονο η Ειρήνη ζήτησε από τον Θανάση να πάνε να πάρουν από το σπίτι κάποια σενάρια της σειράς «Καλημέρα Ζωή» που έπρεπε να διαβάσει, γιατί είχε γύρισμα το επόμενο πρωί.
«Μας περίμενε στο σπίτι αυτή με τρεις οπλισμένους μπράβους. Εξω από τον περίβολο ήταν σταματημένη μια κάμπριο λευκή Μερσεντές με αναμμένα φώτα. Μας φάνηκε παράξενο. Τι γύρευε ένα αυτοκίνητο στην αυλή του πιο απομακρυσμένου σπιτιού; Βλέπουμε τότε έναν γεροδεμένο με πιστόλι να φωνάζει: “Καριόλη, θα πεθάνεις!” Τρομοκρατηθήκαμε, δεν ξέραμε τι συμβαίνει και το πρώτο που φαντάστηκα ήταν ότι πρόκειται για ληστεία. Αλλά η Ειρήνη είδε μέσα στο σπίτι αναμμένο φως, διέκρινε την πρώην μου και δυο ανδρικές φιγούρες. Στρίβω αμέσως το αυτοκίνητο για να ξεφύγω και πάω προς το χωριό για ασφάλεια» αφηγείται ο συγγραφέας πιάνοντας από την αρχή το θρίλερ που συνεχίστηκε στο μικρό καφενείο του Χαρίτου στις Κλεωνές, όπου ο ίδιος και η Ειρήνη ζήτησαν καταφύγιο.
Οι θαμώνες που παρακολουθούσαν αμέριμνοι το ματς βρέθηκαν ξαφνικά απέναντι από τρεις οπλισμένους εγκληματίες, οι οποίοι τους απείλησαν με τα περίστροφα να μην κουνηθούν από τις θέσεις τους και όρμησαν σαν λυσσασμένα σκυλιά πάνω στον Θανάση Παπαδά. «Με χτυπούν με τς λαβές των όπλων, με ποδοπατούν, με κλοτσάνε, το αίμα μου γεμίζει τον δρόμο, δεν μπορώ να δω, έτρεχαν αίματα από παντού, μάτια, μύτη, αυτιά, στόμα. Φωνάζω: “Πεθαίνω! Σώστε την Ειρήνη”. Αυτοί νόμιζαν ότι είχα πεθάνει.

Οι δέκα μάρτυρες που κατέθεσαν στο δικαστήριο είπαν: Η Ειρήνη προσπαθούσε να μπει στο μαγαζί αιμόφυρτη, αλλά κάποιος την άρπαξε από τα μαλλιά και της κοπάνησε το κεφάλι στον τοίχο. Και όπως ήταν λιπόθυμη, την έβαλαν στον πορτμπαγκάζ της λευκής Μερσεντές» εξιστορεί ο Θανάσης Παπαδάς σε μια περιγραφή τόσο αληθινή που προκαλεί ανατριχίλα. Το ζευγάρι σώθηκε, οι ένοχοι οδηγήθηκαν στη Δικαιοσύνη και η ζωή συνεχίστηκε. Οπως γίνεται πάντα. Παρά τα σημάδια και τα τραύματα. Το 2009 ο Θανάσης Παπαδάς και η Ειρήνη Βελιμαχίτη έφτιαξαν μαζί με τα δύο παιδιά τους, Βασιλεία και Δημήτρη, το Green Theater στις Αρχαίες Κλεωνές, δημιουργώντας έτσι έναν πολιτιστικό σταθμό στην κοινή πορεία τους.
Πρόκειται για ένα ιδιωτικό θέατρο 2.000 θέσεων μέσα στους αμπελώνες, που έγινε χωρίς επιδοτήσεις και ΕΣΠΑ, με αγάπη για τον πολιτισμό και την περιοχή της Νεμέας, το οποίο μέχρι και σήμερα έχει φιλοξενήσει πάνω από 100 θεατρικές και μουσικές παραστάσεις με χιλιάδες θεατές. «Την ακριβή θέση του θεάτρου δεν την επέλεξα τυχαία, επειδή απλώς ο παππούς Θανάσης είχε το κτήμα του εκεί, αλλά επειδή η θέση που βρίσκεται, στην τοποθεσία Βρυσούλες, έχει όλες εκείνες τις προϋποθέσεις που το κάνουν πραγματικά πράσινο: περιβάλλεται από αμπέλια και ελιές και την πηγή στο καταπράσινο Γαλάρι της οικογένειας Παπαδά.
Από τις κερκίδες θαυμάζεις τον μεγάλο κάμπο της κεντρικής Κορινθίας, το κάστρο της Ακροκορίνθου, ενώ 200 μέτρα από το Γαλάρι ατενίζεις τη σπηλιά όπου κρυβόταν ο Λέων της Νεμέας. Στη σκηνή του θεάτρου υπάρχει θόλος-θυμέλη και έχει σπουδαία φυσική ακουστική» περιγράφει ο Θανάσης Παπαδάς για το καλλιτεχνικό του σπίτι.