Ο Γιώργος Σίσκος πέρα από σπουδαίος ηθοποιός υπήρξε και συνεχίζει να είναι ένας ωραίος άντρας. Πόσο χρονών γίνεται σήμερα;
- Από τη Βάσω Λιόκαυτου
Θα γίνει 85 ετών και είναι πιο ανανεωμένος και με ενέργεια νεαρού παιδιού. Γεννημένος στην Αθήνα το 1940, είναι απόφοιτος της Σχολής Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν. Πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στο αρχαίο θεατρικό ρεπερτόριο το 1970 παίρνοντας μέρος στην παράσταση «Όρνιθες» του Αριστοφάνη.
Έχει συνεργασθεί με πάρα πολλούς θιάσους του σύγχρονου και κλασικού ρεπερτορίου ενώ έχει θητεύσει σε διάφορες διοικητικές θέσεις σε θέατρα της Ελληνικής Περιφέρειας. Παράλληλα πρωταγωνίστησε σε ταινίες του κινηματογράφου,
ενώ έχει εμφανιστεί αρκετές φορές και στην τηλεόραση, ερμηνεύοντας χαρακτηριστικούς ρόλους σε γνωστά σίριαλ. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται ο ίδιος με τη διδασκαλία νέων ηθοποιών.
Του ευχόμαστε χρόνια πολλά!
Το 2016 σε συνέντευξη που είχε δώσει στην Espresso είχε δηλώσει:
Γιώργο, πού γεννήθηκες;
Γεννήθηκα το 1940 στο Παγκράτι, αλλά μεγάλωσα στην Ηλιούπολη. Ο πατέρας μου είχε ζαχαροπλαστείο στην οδό Ακαδημίας και το 1947 σκοτώθηκε στον Εμφύλιο. Ετσι, η μάνα μου έγινε και πατέρας μαζί, δούλευε για να μη λείψει τίποτα σε μένα και τα τρία αδέλφια μου. Με έντυνε πολύ ωραία και μια γυμνάστρια στο σχολείο, όταν με έβλεπε, μου έλεγε: «Σαν τον λόρδο Βύρωνα είσαι». Είχα μάνα ηρωίδα. Ήθελε τα καλύτερα για τα παιδιά της και μας «έδεσε» μεταξύ μας με τον δεσμό της οικογένειας.
Από μικρός ήθελες να γίνεις ηθοποιός;
Στο σχολείο συμμετείχα στις μαθητικές παραστάσεις και όλοι έλεγαν ότι θα ασχοληθώ με την υποκριτική. Ομως, εγώ ήθελα να γίνω αεροπόρος ή, έστω, μηχανικός αεροσκαφών. Εδωσα εξετάσεις και δεν πέρασα. Αποφάσισα να μπαρκάρω και -ως μούτσος- ταξίδεψα για έναν χρόνο σε μέρη μακρινά, μέχρι και στην Αυστραλία πήγα. Τελικά, την κοπάνησα από το καράβι και έμεινα επτά μήνες εκεί, όπου έκανα διάφορες δουλειές: Επαιζα ποδόσφαιρο στην ελληνική ομάδα του Περθ, τους έλεγα αστεία, ήμουν πολύ κοινωνικός και πάλι όλοι μού έλεγαν να γίνω ηθοποιός. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα -ύστερα από επιστολή της Βάσως, της μετέπειτα συζύγου μου, με την οποία είμαστε μαζί από τα γυμνασιακά μας χρόνια, αλλά και την επιθυμία της μάνας μου- το πήρα απόφαση και πήγα στη σχολή του Κουν.
Στο Θέατρο Τέχνης τα πράγματα ήταν σαν… μοναστήρι. Πώς τα έβγαλες πέρα;
Ήμουν στην ίδια τάξη με τον Ηλία Λογοθέτη, τον Αντώνη Αντωνίου, τον Νίκο Μπουσδούκο και τον Γιάννη Δεγαΐτη. Γυναίκες δεν είχαμε πολλές στη σχολή και η Κάτια Δανδουλάκη, που ήταν μία τάξη μικρότερη, μας βοηθούσε στα εκπαιδευτικά έργα που ανεβάζαμε. Πήγαινα στη σχολή και παράλληλα δούλευα -γιατί δεν ήμουν πλούσιος και έπρεπε να βγάλω τα προς το ζην- σε ένα μεσιτικό γραφείο στο Κολωνάκι. Ευτυχώς, οι καθηγητές μου, ο Μάριος Πλωρίτης, ο Δημήτρης Χατζημάρκος, ο Γιάννης Σιδέρης, έκαναν σιωπηρά τα στραβά μάτια που έφευγα από τα μαθήματα για να πάω στη δουλειά. Αντίθετα, σε άλλους συμμαθητές μου ήταν πολύ αυστηροί. Θυμάμαι ότι ο Γιώργος Λαζάνης έκανε «σκουπίδι» μια συμμαθήτριά μου επειδή μια μέρα καθυστέρησε.
Πώς εξηγείς αυτήν την ανοχή;
Η αλήθεια είναι ότι πάντα τα πράγματα μου έρχονταν εύκολα. Τότε στο Θέατρο Τέχνης απαγορευόταν να κάνεις σινεμά και εγώ κατά καιρούς, ειδικά την περίοδο προτού πάω στη σχολή, δούλευα ως μοντέλο σε διαφημίσεις για να βγάζω κάποια χρήματα. Μια μέρα, ενώ ήμουν στο Τέχνης, ο Λαζάνης πήγε να δει μια ταινία στον «Ορφέα» στη Σταδίου κι έπεσε πάνω σε μια διαφήμισή μου. Ερχεται και μου λέει με ύφος: «Δεν μου λες, Γιώργο, κάνεις διαφημίσεις;». «Ηταν παλιά, κύριε Λαζάνη» του απάντησα. «Πρόσεξε», μου είπε, «στο Τέχνης απαγορεύονται αυτά».
Ποια είναι η πρώτη θεατρική εμφάνισή σου;
Στο Πειραματικό Θέατρο της Μαριέτας Ριάλδη, με το έργο του Αχιλλέα Τσουράκη «Εγώ και ο εαυτός μου». Το ίδιο καλοκαίρι έλαβα μέρος και στις «Ορνιθες» του Αριστοφάνη του Θεάτρου Τέχνης, σε διδασκαλία του Καρόλου Κουν. Αμέσως μετά βγήκα στο ελεύθερο θέατρο και έπαιξα στην παράσταση «Η κυρία δεν με μέλλει» με τον θίασο Καζάκου – Καρέζη στο Γκλόρια. Στη συνέχεια δούλεψα για τέσσερα χρόνια με τον θίασο των Δημήτρη Μυράτ – Βούλας Ζουμπουλάκη και ακολούθησαν κι άλλες ενδιαφέρουσες θεατρικές συνεργασίες μου.
Είσαι πολύ τυχερός που δούλεψες στο θέατρο με το θρυλικό ζεύγος Μυράτ – Ζουμπουλάκη.
Το 1970 εντάχθηκα στον θίασο του Μυράτ, που έπαιζε στο θέατρο Αθηνών, στην έδρα αυτού του εξαίρετου καλλιτέχνη. Συμμετείχα στον «Φόνο στο ιερό παλάτι» του Γιώργου Ρούσσου και σε άλλα σημαντικά έργα. Με τον Μυράτ ήμασταν και στο ίδιο καμαρίνι. Είμαι ευτυχής, γιατί βρέθηκα κοντά σε αυτό το σπουδαίο θεατρικό ζευγάρι από το οποίο έμαθα πολλά, μα πάνω από όλα το να σέβομαι το θέατρο, την παράσταση, το κοινό και βέβαια τον εαυτό μου, ως ηθοποιό πάνω στη σκηνή. Κάθε μέρα ο Μυράτ πήγαινε στο θέατρο μία με μιάμιση ώρα πριν από μένα και ήταν πανέτοιμος για την παράσταση. Είχε γυαλίσει τα παπούτσια του, είχε ετοιμάσει τα ρούχα του, κι όλα αυτά στο πλαίσιο μιας ιεροτελεστίας. Από αυτόν -που είτε παίζαμε στην Αθήνα είτε κάναμε περιοδεία η παράσταση είχε το ίδιο υψηλό επίπεδο από κάθε πλευρά- έμαθα να φροντίζω την γκαρνταρόμπα μου, αγοράζοντας σε κάθε νέα θεατρική σεζόν καινούργια ρούχα, εσώρουχα, παπούτσια.
Τι θυμάσαι από τον «Αγνωστο πόλεμο» του Νίκου Φώσκολου, σίριαλ που άφησε εποχή, όπου υποδυόσουν έναν στρατιωτικό;
Ο «Αγνωστος πόλεμος», όπου έπαιζα τον ταγματάρχη Καβάση, ήταν από τις πρώτες ασπρόμαυρες σειρές της ελληνικής τηλεόρασης. Γυριζόταν στο στούντιο ΑΤΑ στη Λένορμαν, με μηχανήματα παλαιολιθικής εποχής. Θέλω να πω ότι έπρεπε τον ρόλο σου να τον πεις μια κι έξω, και όχι κομμάτι κομμάτι, όπως γίνεται σήμερα. Αν έλεγες κάτι λάθος ή κάποιος ηθοποιός που έπαιζε μαζί σου έκανε σαρδάμ, έπρεπε να γίνει η σκηνή από την αρχή. Θυμάμαι σε ένα γύρισμα -υποτίθεται ότι ήταν μια δεξίωση- ένας καινούργιος ηθοποιός κρατούσε ένα ποτήρι και από το τρακ όλο του έπεφτε από τα χέρια. Κάποια στιγμή ο Κώστας Κουτσομύτης, που αρχικά ήταν βοηθός του Νίκου Φώσκολου και μετά σκηνοθετούσε ο ίδιος τον «Αγνωστο πόλεμο», του είπε: «Μαλ…, κοίταξε να τα πεις, γιατί δεν έχουμε άλλα ποτήρια για σπάσιμο».
Η τηλεθέαση της σειράς άγγιζε το το 100%!
Οταν προβαλλόταν ο «Αγνωστος πόλεμος» -κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, στις 8 το βράδυ, από την ΥΕΝΕΔ-, νέκρωνε όλη η Ελλάδα! Η Αθήνα ήταν έρημη πόλη, ούτε ταξί δεν κυκλοφορούσε στους δρόμους. Οι παπάδες τελείωναν τη λειτουργία -ή τους Χαιρετισμούς την περίοδο πριν από το Πάσχα- όσο γινόταν νωρίτερα για να προλάβουν και εκείνοι και ο κόσμος να πάνε σπίτια τους να δουν τη σειρά. Μου είχε πει ο Φρέντυ Γερμανός ότι σε διάφορα απομακρυσμένα χωριά έβαζαν πούλμαν για να πάνε σε άλλα, πιο κεντρικά, που έπιανε ο αναμεταδότης το σήμα, για να δουν τον «Άγνωστο Πόλεμο». Θυμάμαι είχα πάει σε μια ραδιοφωνική εκπομπή της ΕΡΤ και μου έδωσαν δύο τσουβάλια γεμάτα γράμματα από θαυμαστές που είχα ως ταγματάρχης Καβάσης. Πολλοί είχαν βάλει και γραμματόσημα μέσα στον φάκελο για να είναι σίγουροι ότι θα τους απαντήσω.
Θα πρέπει να σου πω ότι ο γιος μου, ο Πολύδωρος, ο οποίος γεννήθηκε το 1973, βλέποντας τον θαυμασμό και την αγάπη που μου είχε ο κόσμος, ήθελε να γίνει ηθοποιός. Ερχόταν στο θέατρο, έβλεπε τους θεατές που χειροκροτούσουν και μου έλεγε: «Μπαμπά, θα γίνω ηθοποιός». Οταν μεγάλωσε, κουβεντιάσαμε και του εξήγησα τα υπέρ και τα κατά του επαγγέλματος. Πάνω από όλα, του είπα ότι κάθε έξι μήνες πρέπει να αναζητά δουλειά και πως δεν έχει το δικαίωμα να αρρωστήσει. Τον άφησα να αποφασίσει μόνος του και μου είπε τελικά πως δεν ήθελε να μπει σε αυτό τον χώρο. Σήμερα ασχολείται με τη διοργάνωση αθλητικών εκδηλώσεων.
Πώς ήταν ο Νίκος Φώσκολος πίσω από τις κάμερες;
Εκτός από τον «Αγνωστο πόλεμο», έπαιξα την ίδια περίοδο και στο «Εν τούτω νίκα» του Φώσκολου. Υποδυόμουν έναν επαναστάτη, τον Κάσσανδρο. Το κρύο που έχω τραβήξει σε σίριαλ του Νίκου δεν το έχει «φάει» άλλος ηθοποιός! Στο στούντιο ΑΤΑ δεν υπήρχε air-condition, με αποτέλεσμα το καλοκαίρι να κάνει πολλή ζέστη και τον χειμώνα τσουχτερό κρύο. Ο Φώσκολος μας έβαζε το κατακαλόκαιρο να γυρίζουμε σκηνές με χλαίνες, αμπέχονα και βαριά ρούχα και με τους προβολείς από πάνω γινόμασταν… σούπα από τον ιδρώτα.
Τον χειμώνα, δε, γυρίζαμε σκηνές με κοντομάνικα και ψοφάγαμε στο κρύο. Δεν θα ξεχάσω κάποια γυρίσματα που έκανα καταχείμωνο για το «Εν τούτω νίκα» -μάλιστα εκείνες τις μέρες είχε χιονίσει στην Αθήνα-, όπου έπρεπε να είμαι δεμένος σε ένα τροχό σχεδόν γυμνός και υποτίθεται μαστιγωμένος. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μου έριχναν και κρύο νερό για να φαίνομαι ιδρωμένος. Τότε ο Φώσκολος είχε βάλει τον Κώστα Ανδρίτσο για σκηνοθέτη, που ήταν κινηματογραφιστής, και μας ταλαιπωρούσε ώρες για ένα πλάνο. Τι να πρωτοθυμηθώ από όλα αυτά που τραβάγαμε στα γυρίσματα του Φώσκολου, τα οποία συνήθως γίνονταν σε πολύ αντίξοες συνθήκες; Εχω επιφυλάξεις για το αν ο Νίκος Φώσκολος αγαπούσε τους ηθοποιούς. Και όλα αυτά που λέω σήμερα για εκείνον τα είχα πει τότε και στον ίδιο.
Στον «Αγνωστο πόλεμο» έπαιξες έναν ταγματάρχη και στη «Λέσχη μυστηρίου» έναν αστυνόμο. Γενικά, οι στολές σού πήγαιναν στην τηλεόραση!
Στη «Λέσχη μυστηρίου» -με οικοδέσποινα τη Χαριτίνη Καρόλου και τρεις εκπρόσωπους από το κοινό στο στούντιο, που καλούνταν να βρουν ποιος είναι ο ένοχος- υποδυόμουν τον αστυνόμο Λέκκα, έναν ρόλο ο οποίος επίσης αγαπήθηκε πολύ από το τηλεοπτικό κοινό.
Πάντως, αν ξαναγεννιόμουν, θα ήθελα πάλι να προσπαθήσω να γίνω αεροπόρος. Το λέω όμως και με μια επιφύλαξη, γιατί η σειρά μου, δηλαδή και τα δώδεκα παιδιά που πέρασαν τότε που εγώ έδινα εξετάσεις για αεροπόρος, έχουν πεθάνει όλα. Δυστυχώς, σκοτώθηκαν στο καθήκον.
Κάποιοι συνάδελφοί σου έπαθαν κατάθλιψη ή αυτοκτόνησαν, όταν βρέθηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη εκτός κρατικής τηλεόρασης.
Ναι, υπήρξαν άνθρωποι που έπαθαν σοκ. Εμένα δεν με πείραξε, γιατί όλο αυτό που είχα δεν το θεωρούσα κεκτημένο μου. Είμαι της άποψης ότι τα πάντα έρχονται και παρέρχονται. Δεν το κρύβω ότι τότε που μου έκλεισαν τις πόρτες πικράθηκα, αλλά έδειξα κατανόηση. Αυτό κάνω πάντα σε ό,τι αρνητικό μού συμβαίνει, πρώτα για να τα έχω καλά με τον εαυτό μου και ύστερα με τους γύρω μου. Και τελικά γι’ αυτό δεν αυτοκτόνησα! Το συναίσθημα της κατανόησης είναι μεγαλύτερο κι από την αγάπη. Οταν κάποιος σου κάνει κάτι άσχημο, αντί να τον μισήσεις και να τον κυνηγήσεις, τον κατανοείς. Για μένα η καλύτερη εκδίκηση είναι να τον ξεχάσεις, σαν να μην γεννήθηκε ποτέ για σένα αυτός ο άνθρωπος. Δεν κρατάω κακία σε κανέναν.
Και τι δουλειά έκανες όταν σου έκλεισαν τις πόρτες;
Πήγα στην περιφέρεια και έκανα το… αγροτικό μου! Ανέλαβα καλλιτεχνικός διευθυντής στα ΔΗΠΕΘΕ Σερρών, Καβάλας και Κέρκυρας από το 1995 μέχρι το 2007, έως ότου πήρα τη σύνταξή μου.
Ανέκαθεν στην τηλεόραση παίζουν όσοι είναι στα εκάστοτε κυκλώματα.
Ναι, και αυτό δεν είναι καθόλου καλό. Το να εμφανίζεσαι από το ένα σίριαλ στο άλλο με σχεδόν το ίδιο στιλ, λες και πρόκειται για τον ίδιο ρόλο, νομίζω πως σε… κατακρεουργεί ως ηθοποιό. Οταν έπαιζα στο «Εν τούτω νίκα» μάλιστα είχα ζητήσει να εμφανίζομαι με γένια για να διαφοροποιούμαι από τον ρόλο μου στον «Αγνωστο πόλεμο».
Η εξωτερική σου εμφάνιση τι ρόλο έπαιξε στην καριέρα σου;
Θετικό, αν και δεν ένιωσα ποτέ ότι είμαι όμορφος.
Λεφτά έβγαλες;
Πέρασαν πολλά χρήματα από τα χέρια μου και πέρασα ωραία.
Μένεις σε δικό σου σπίτι;
Οχι, νοικιάζουμε.
Υπάρχεις κάτι που δεν απέκτησες και σου λείπει πολύ;
Θα ήθελα να έχω μια δική μου θεατρική σκηνή για να μπορώ να δημιουργώ.