Κοντά στον αγαπημένο της Νίκο Ξανθόπουλο βρίσκεται εδώ και μερικά εικοσιτετράωρα ο μεγάλος του νεανικός έρωτας, η πρώτη του σύζυγος Ελένη Καρπέτα, η οποία έφυγε από τη ζωή την Κυριακή το απόγευμα σε ηλικία 88 ετών.
- Από τον Νίκο Νικόλιζα
Μια γυναίκα που έγραψε με χρυσά γράμματα το όνομά της στη ζωή του μεγάλου Έλληνα ηθοποιού και τραγουδιστή, μια και μαζί απέκτησαν τον πρωτότοκο γιο τους Πάνο.
Και μπορεί η Ελένη Καρπέτα να έχει πολλές περγαμηνές στο ενεργητικό της στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στη σκηνοθεσία, ωστόσο για όσους τη γνώριζαν θα μείνει για πάντα στις καρδιές όλων ως ο νεανικός έρωτας για το «παιδί του λαού» Νίκο Ξανθόπουλο.
Πρόκειται για ένα love story βγαλμένο σαν από ταινία μελό του παλιού ελληνικού σινεμά, καθώς η ιστορία μάς γυρίζει πολλές δεκαετίες πίσω, το 1956, όταν ο Νίκος Ξανθόπουλος άρχισε να γίνεται όνομα στο θέατρο, να ακούγεται παντού και το αστέρι του να λάμπει δίπλα σε εκείνο της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Αν και ο γάμος τους κράτησε μόλις τρία χρόνια, το ζευγάρι Ξανθόπουλος – Καρπέτα δεν έπαψε ποτέ να έχει τις καλύτερες φιλικές σχέσεις, μια και ο έρωτας αυτός έφερε στη ζωή και ένα από τα παιδιά του μεγάλου πρωταγωνιστή: τον Πάνο, ο οποίος δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να πηγαίνει στο σπίτι του μπαμπά του στην Παιανία, να κάνει παρέα με τη δεύτερη σύζυγο του πατέρα του, την Εριφύλλη, αλλά και με τα ετεροθαλή αδέρφια του.
Αλλωστε ο Νίκος Ξανθόπουλος μέχρι και την τελευταία στιγμή της ζωής του απέδειξε πόσο δεμένη οικογένεια είχε δημιουργήσει. Αν και η Ελένη δεν μπόρεσε να παρευρεθεί στο τελευταίο «αντίο» στον αγαπημένου της Νίκο λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε τα τελευταία χρόνια, μέχρι και την ημέρα που έφυγε από τη ζωή είχε στο δωμάτιό της φωτογραφίες του πρώην αγαπημένου της συζύγου.
Χαρακτηριστικά πάντως είναι όσα είχε εξιστορήσει με γλαφυρό τρόπο για τη γνωριμία του με την Ελένη Καρπέτα ο ίδιος ο Νίκος Ξανθόπουλος στην αυτοβιογραφία του που εκδόθηκε το 2005 από τις εκδόσεις Αγκυρα. «Στην καινούργια φουρνιά ηθοποιών που μπήκε ήταν ο Κούρκουλος, ο Πάντζας και κάποιοι άλλοι. Μεταξύ αυτών μια κοπέλα που την είχα ξεχωρίσει και τη συμπαθούσα πολύ, η Ελένη Καρπέτα. Ωραίο κορίτσι, σοβαρή. Την πλησίασα και τη γνώρισα καλά, άρχισα να την αγαπώ και να την εκτιμώ περισσότερο. Δούλευε στα γραφεία του περιοδικού “Επιθεώρηση Τέχνης” και εκεί γνώρισα τον Τίτο Πατρίκιο, τον Κουλουφάκο, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Πορφύρη. Ο πατέρας της Ελένης είχε σκοτωθεί στο αντάρτικο και η μάνα της ήταν στις Φυλακές Αβέρωφ. Γίναμε αχώριστοι. Στο τέλος παντρευτήκαμε. Μείναμε στο πατρικό μου. “Ας είναι. Τι πειράζει” είπε ο πατέρας μου. “Αντί να ταΐζω έναν, θα ταΐζω δύο”. Μέχρι που ήρθε και ο τρίτος. Ο γιος μας, ο Πάνος. Πηγαίναμε στο χωριό στη Ρούμελη να δούμε τον παππού και να του πούμε τα νέα από τις κόρες του, στις Φυλακές Αβέρωφ, όπου ήταν και η μάνα της Ελένης που την ιστορία της με τον Μπάμπη Γκολέμα την έκανε ταινία ο Παντελής Βούλγαρης στα “Πέτρινα χρόνια”. Αντεχε ο καημένος ο γερομάτικας με τη φαμίλια διαλυμένη. Αλλοι σκοτωμένοι, άλλοι μέσα, άλλοι στα ξένα. Μια μέρα τον ρώτησα σχετικά με μας: “Εϊ, παππού, παντρεύεται, είπες, το Λενιώ”. “Ναι να σε χαρώ”. “Και ποιον παίρνει;” “Εναν Αιθίοπα, με είπανε”. Δεν το ‘πιασε καλά το αυτί του ότι παίρνει ηθοποιό» εξιστορούσε το «παιδί του λαού» μέσα από τις σελίδες της αυτοβιογραφίας του.